Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Μερικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου που δεν θα τις βρείτε δημοσιευμένες στο νομικό τύπο

1/. Αμοιβή εργασίας - Αμοιβή για εργασία κατά τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες εορτές. (1600/2006)

2/. Αμοιβή εργασίας - Πρόσθετη μη συναφής εργασία
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος (1547/2006)
3/. Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο - Εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβάσεις εργασίας (1475/2006)
4/. Παραγραφή - Αξιώσεις λόγω άκυρης καταγγελίας (1171/2006)
5/. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας - Αναγκαστική ισχύς (1532/2006)
6/. Σύμβαση ναυτικής εργασίας - Ευθύνη εφοπλιστή (1549/2006)
7/. Αρχή της ίσης μεταχείρισης - Παραβίαση από τον εργοδότη (31/2007)
8/. Εταιρείες - Ανώνυμη Εταιρεία (20/2007)


1/. Αμοιβή εργασίας - Αμοιβή για εργασία κατά τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες εορτές.
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός Απόφασης: 1600
Έτος: 2006
Σύντομη Περίληψη: Σύμβαση εργασίας. Κατά τις διατάξεις της 8900/1946 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τας Κυριακάς και εορτάς», όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 ομοία και άρθρ. 2 του ν. 435/1976, στους εργαζομένους κατά τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες εορτές καταβάλλεται, ανεξαρτήτως του κύρους για την απασχόληση, το κανονικό ημερομίσθιο αυξημένο κατά 75%. Η προσαύξηση αυτή υπολογίζεται επί του νομίμου μισθού και ισούται με το 75% ενός ημερομισθίου, εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ημερήσιο ωράριο. Εάν υπολείπεται του νομίμου ωραρίου μειώνεται ανάλογα και αν υπερβαίνει αυτό αυξάνεται ανάλογα. Έτσι ο υπολογισμός της αμοιβής του μισθωτού από την αιτία αυτή μπορεί να γίνει με βάση την ωριαία απασχόληση μέσα στα χρονικά όρια των ημερών αυτών, που είναι γνωστές από το ημερολόγιο. Συνεπώς για την κατ’ άρθρ. 216 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά Κυριακές και εορτές εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών, αλλά αρκεί ότι αναφέρεται ο αριθμός ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το διάστημα τούτο.

2/. Αμοιβή εργασίας - Πρόσθετη μη συναφής εργασία
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός Απόφασης: 1547
Έτος: 2006
Σύντομη Περίληψη: - Σύμβαση εργασίας. Περίπτωση καθαρίστριας νυχτερινού κέντρου. Η πρόσθετη συμφωνία για εκμετάλλευση της γκαρνταρόμπας και πώληση τσιγάρων δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας.
• Αν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως συμφωνηθεί η παροχή από το μισθωτό εντός του νομίμου ωραρίου, πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν είναι συναφής με την αρχικώς συμφωνηθείσα, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει για την ανωτέρω εργασία τον ειθισμένο μισθό.
• Με την ατομική σύμβαση εργασίας επιτρέπεται να συμφωνηθεί να συμψηφίζονται (καταλογίζονται) στον καταβαλλόμενο μεγαλύτερο από το σύνολο των αποδοχών των προβλεπομένων από την οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση μισθό τα προβλεπόμενα από τη ΣΣΕ ή ΔΑ επιδόματα καθώς και η αμοιβή για παροχή πρόσθετης εργασίας. Η συμφωνία όμως να συμψηφίζεται στις νόμιμες αποδοχές και τα επιδόματα η μεγαλύτερη από τις νόμιμες αποδοχές αμοιβή για παροχή πρόσθετης εργασίας, είναι σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 174 ΑΚ και 1 και 2 του ν. 1876/1990 άκυρη, αφού απολήγει σε μη καταβολή ελαχίστων νομίμων αποδοχών.

3/. Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο - Εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβάσεις εργασίας
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός Απόφασης: 1475
Έτος: 2006
Σύντομη Περίληψη: Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. Από τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ προκύπτει ότι οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Στα αδικήματα πολλαπλής τυπικής συνδέσεως, δηλαδή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, έλαβαν χώρα σε περισσότερα κράτη, το δικαίωμα επιλογής μεταξύ των δικαίων των κρατών αυτών ανήκει στον ζημιωθέντα ενάγοντα. Κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη και αν τα μέρη δεν όρισαν το εφαρμοστέο δίκαιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Κατά τη Σύμβαση της Ρώμης, ειδικώς η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης ακόμη και αν έχει εγκατασταθεί προσωρινά σε άλλη χώρα ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης χώρας.

4/. Παραγραφή - Αξιώσεις λόγω άκυρης καταγγελίας
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός Απόφασης: 1171
Έτος: 2006
Σύντομη Περίληψη: - Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/195, σύμφωνα με την οποία κάθε αξίωση μισθωτού πηγάζουσα από άκυρη καταγγελία της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτη εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από τη λύση της σχέσεως εργασίας, αναφέρεται, κατά το σαφές γράμμα της, τόσο στην τακτική με προειδοποίηση καταγγελία όσο και στην άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Αφετηρία της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για τις αξιώσεις του μισθωτού, που ως γενεσιουργό αιτία έχουν την ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας της έγκυρης σύμβασης εργασίας, είναι η επόμενη ημέρα της κοινοποιήσεως του εγγράφου της καταγγελίας και εφόσον πρόκειται για άμεση, τακτική, καταγγελία με προειδοποίηση, η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία έχει ως αφετηρία τη λήξη της προθεσμίας οπότε και ολοκληρώνεται η καταγγελία.

5/. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας - Αναγκαστική ισχύς
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός Απόφασης: 1532
Έτος: 2006
Σύντομη Περίληψη: Συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Οι ΕΓΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της Χώρας, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με σχέση ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. και ότι οι όροι των ΕΓΣΣΕ δεσμεύουν τους εργοδότες όλης της Χώρας και, εφόσον είναι ευνοϊκότεροι, επικρατούν των αντιστοίχων όρων των λοιπών ΣΣΕ. Για την εφαρμογή των ανωτέρω ελαχίστων ορίων προστασίας εφαρμόζονται οι κανόνες συρροής του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 1876/90 και συνεπώς, το σύνολο των τακτικών αποδοχών ή του ημερομισθίου (βασικός μισθός ή ημερομίσθιο και τα προβλεπόμενα από τις ΕΓΣΣΕ επιδόματα τριετιών και γάμου) αποτελούν το ελάχιστο όριο αμοιβής της εργασίας, από το οποίο δεν είναι δυνατό να υπολείπεται το σύνολο των προβλεπομένων από το νόμο, τις ΣΣΕ και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας αποδοχών.

6/. Σύμβαση ναυτικής εργασίας - Ευθύνη εφοπλιστή
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός Απόφασης: 1549
Έτος: 2006
Σύντομη Περίληψη: Ναυτική εργασία. Ο εφοπλιστής ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτελέσεως των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος. Παράλληλα με εκείνον ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες αυτές και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο» και μπορεί να εναχθεί γι’ αυτές.

7/. Αρχή της ίσης μεταχείρισης - Παραβίαση από τον εργοδότη
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός Απόφασης: 31
Έτος: 2007
Σύντομη Περίληψη: - Από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, η δεύτερη των οποίων αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της θεσπιζομένης με την πρώτη αρχής της ισότητας και εφαρμόζεται επί μισθωτών απασχολουμένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 13/2003 Ελλην. Δ/νη 44.697), επιβάλλεται στο νομοθέτη η θέσπιση ίσης αμοιβής για τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως φύλου ή άλλης διακρίσεως εφόσον όμως παρέχουν την ίδια ποιοτικώς εργασία, εργαζόμενοι κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια προσόντα.
• Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επίδομα πληροφορικής.
• Το δεδικασμένο λαμβάνεται μεν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 332 ΚΠολΔ, πλην όμως δεν αφορά στη δημόσια τάξη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, αν δεν είχε προταθεί ρητώς ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας (Ολ. Α.Π. 1339/1985, Α.Π 1857/2006).


8/. Εταιρείες - Ανώνυμη Εταιρεία
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός Απόφασης: 20
Έτος: 2007
Σύντομη Περίληψη: - Aπό το συνδυασμό των άρθρων 23α παρ. 2 και 24 παρ. 3 του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών (β.δ. 174/1963), 31 του Εμπορικού Νόμου, 713, 648, 652 Α.Κ. και 6 α.ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι ο διευθύνων σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας συνδέεται με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας με σχέση εντολής. Αν για τις υπηρεσίες που προσφέρει λαμβάνει αμοιβή, η σχέση του χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, αφύ λόγω της ως άνω ιδιότητάς του ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο. Η σχέση αυτή, είτε ως εντολή, είτε ως σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία, χωρίς να είναι απαραίτητο να υπάρχει σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί την καταγγελία (Α.Κ. 724, 725, 669, 672) και δεν έχουν επ΄ αυτής εφαρμογή οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Δεν αποκλείεται όμως ο διευθύνων σύμβουλος, σε εκτέλεση συμβάσεως (που έχει εγκριθεί από τη γενική συνέλευση) να παρέχει, παράλληλα προς τα καθήκοντα που έχει από το νόμο ή το καταστατικό της εταιρείας και υπηρεσίες με αμοιβή τακτικώς προσδιορισμένη. Ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως αυτή ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών εξαρτάται, πέρα από την καταβαλλόμενη αμοιβή, από το αν ο διευθύνων σύμβουλος υποβάλλεται ή όχι σε εξάρτηση από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας (εργοδότη), αν δηλαδή αυτά έχουν δικαίωμα να ασκούν έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και να παρέχουν δεσμευτικές γι΄ αυτόν (τον διευθύνοντα σύμβουλο) εντολές και οδηγίες για την επιμελή εκτέλεση τούτων, οπότε πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η έγκυρη λύση της οποίας, αν αυτή είναι ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη σπουδαίου λόγου (Α.Κ. 672) (ΑΠ 45/1997, 907/1998).
• Aπό τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα , δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι΄ αυτά.
• Kατά τη διάταξη του αριθμού 8 περ. α΄ του άρθρου 559 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα , κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση, όχι όμως και οι με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ενστάσεως ή αντενστάσεως συνεχόμενοι ισχυρισμοί, που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση αυτής, οι οποίοι και αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των θεμελιωτικών της αγωγής, ή της ενστάσεως ή αντενστάσεως πραγματικών γεγονότων (Ολ. ΑΠ 469/1984, 10044/1992). Πάντως δεν αποτελούν πράγματα , κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα που διατυπώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (σχ. ΑΠ 143/2002, 784/2001).
• Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ. 4 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αναιρέσεως πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο το λόγο αναιρέσεως, ώστε όχι μόνο να εξάγεται από αυτόν σε ποιον από τους περιοριστικά στο άρθρο 559 ίδιου Κώδικα αναφερόμενους αναιρετικούς λόγους υπάγεται, αλλά και να καθορίζονται σ΄αυτόν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τον αναιρεσείοντα, στοιχειοθετούν την πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β΄ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως της παρά το νόμο λήψεως υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίστηκαν, πρέπει, πρωτίστως, να καθορίζονται στο αναιρετήριο, μεταξύ άλλων, ποιες είναι οι αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Εξάλλου, για να είναι ορισμένος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ακυρότητας, έκπτωσης από δικαίωμα ή απαραδέκτου, πρέπει να αναγράφονται στο αναιρετήριο τα γεγονότα που δημιουργούν το λόγο αναιρέσεως και σε τι συνίσταται η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια δηλαδή σε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο.
• Kατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντιθέτως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως όταν πρόκειται για ελλείψεις, που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, εφόσον αυτό διατυπώνεται στην απόφαση σαφώς.
• Kατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, ο από αυτήν προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως εξαιτίας της παραμορφώσεως του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαμόρφωσε την κρίση του αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε και όχι όταν το έγγραφο αυτό εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, εκτός αν εξαίρεται αναφορικά με το για ύπαρξη ή ανυπαρξία γεγονότος, πόρισμα του δικαστηρίου της ουσίας, αφού, σε περίπτωση μη συνδρομής της εξαιρέσεως αυτής, δεν είναι δυνατή, εξαιτίας της συνεκτιμήσεώς του μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, η διακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας που προσδόθηκε σ΄ αυτό, ενώ η από τη συνεκτίμησή του μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα κρίση του δικαστηρίου είναι, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου