Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Ο τελευταίος εργασιακός νόμος 3846/2010 (ΦΕΚ Α/66/11.5.10)


Ο τελευταίος εργασιακός νόμος 3846/2010 (ΦΕΚ Α/66/11.5.10) επέφερε πολλές αλλαγές σε διάφορα πεδία του εργατικού δικαίου. Ιδιαίτερο βάρος επικεντρώθηκε σε θέματα ευελιξίας της εργασίας με σκοπό να προστατεύσουν τον εργαζόμενο από καταστρατήγηση φανερών μορφών εξαρτημένης εργασίας που με τεχνάσματα αποβάλουν τον χαρακτήρα τους και διολισθαίνουν σε συμβάσεις έργου ή άλλων μορφών συμβάσεις.
Χρήσιμο θεωρείται όπως κατά θεματική κατηγορία αναφερθούν οι αλλαγές αυτές και που είναι οι εξής:

ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Το άρθρ. 2 του νόμου προβλέπει τα εξής:
1. Κατά την κατάρτιση σύμβασης εργασίας μπορεί να συνομολογηθεί εγγράφως η μερική απασχόληση.
Μέσα σε 8 ημέρες γνωστοποίηση στο ΣΕΠΕ.
2. Αν η μερική απασχόληση έχει καθορισθεί με ημερήσιο ωράριο μικρότερης διάρκειας από το κανονικό η παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας πρέπει να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μια φορά την ημέρα.
Εξαιρούνται: οι οδηγοί αυτοκινήτων μεταφοράς μαθητών ιδ. εκπαιδευτηρίων παιδικών σταθμών, καθηγητών φροντιστηρίων ξένων γλωσσών Μ. εκπαίδευσης.
3. Καταγγελία για άρνηση αποδοχής μερικής απασχόλησης είναι άκυρη.
4. Εάν η απασχόληση είναι μικρότερη των 4 ωρών η αντίστοιχη αμοιβή προσαυξάνεται κατά 7,5%.
5. Έχουν δικαίωμα άδειας και οι μερικώς απασχολούμενοι.
6. Υποχρέωση παροχής πρόσθετης εργασίας, σε περίπτωση ανάγκης. Αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης ο Μ.Α. δικαιούνται πρόσθετη αμοιβή 10%.
Ο Μ.Α. μπορεί να αρνηθεί παροχή εργασίας πέραν της συμφωνηθείσης όταν η Μ.Α. λαμβάνει χώρα κατά συνήθη τρόπο.
7. Σε επιχειρήσεις 20 ατόμων και άνω ο πλήρως απασχολούμενος, έχει δικαίωμα μετά τη συμπλήρωση 1 έτους εργασίας να ζητήσει τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας από πλήρη σε μερική απασχόληση με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση εκτός αν η άρνηση δικαιολογείται από τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Ο εργαζόμενος στην αίτηση πρέπει να προσδιορίζει τη διάρκεια της Μ.Α. και το είδος.
Αν ο εργοδότης δεν απαντήσει εγγράφως μέσα σε ένα μήνα θεωρείται ότι το αίτημα του εργαζομένου έχει γίνει δεκτό.
8. Υπολογίζεται η προϋπηρεσία.
9. Παρέχεται δυνατότητα συμμετοχής σε επαγγελματική κατάρτιση κοινωνικές υπηρεσίες.
10. Ο εργοδότης ενημερώνει τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τον αριθμό των απασχολουμένων με Μ.Α. σε σχέση με την εξέλιξη του συνόλου των εργαζομένων καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψης εργαζομένου με πλήρη απασχόληση.
11. Εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Ε.Π.Α. (Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης)
Το άρθρο 3 του νόμου τροποποιεί τον ν. 2956/01 ως εξής:
1. Η παραχώρηση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο για συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούνται από έκτακτες, πρόσκαιρες ή εποχιακές ανάγκες.
2. Οι Ε.Π.Α. δεν επιτρέπεται να ασκούν άλλη δραστηριότητα εκτός από α) μεσολάβηση για εξεύρεση θέσεως εργασίας (ειδική άδεια) β) αξιολόγηση ή και κατάρτιση ανθρώπινου δυναμικού, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις.
3. Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της Προσωρινής απασχόλησης απαιτείται προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
Η σύμβαση καταρτίζεται μεταξύ της ΕΠΑ (άμεσος εργοδότης) και του μισθωτού και σ' αυτήν πρέπει απαραιτήτως να αναφέρονται οι όροι εργασίας και η διάρκειά της, οι όροι παροχής της εργασίας στον Έμμεσο Εργοδότη, οι όροι αμοιβής και ασφάλισης, οι λόγοι της παραχώρησης του εργαζομένου.
Αποδοχές όχι κατώτερες της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. όταν δεν υπάρχει έμμεσος εργοδότης. Οι αποδοχές κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους στον έμμεσο εργοδότη είναι τουλάχιστον αυτές που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.
Εάν κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αυτής δεν είναι δυνατή η μνεία του συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη ή ο προσδιορισμός του χρόνου που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του ο μισθωτός θα πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση το πλαίσιο των όρων και συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη.
4. Για την απασχόληση του μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη απαγορεύεται οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση του μισθωτού.
5. Διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση με τους εργαζόμενους που έχουν προσληφθεί απευθείας στον έμμεσο εργοδότη για την κάλυψη της συγκεκριμένης θέσης (όροι εργασίας, αμοιβής κ.λπ.).
6. Οι προσωρινά απασχολούμενοι ενημερώνονται για τις κενές θέσεις στον έμμεσο εργοδότη προκειμένου να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους άλλους εργαζόμενους για να προσληφθούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας.
Η ενημέρωση μπορεί να πραγματοποιείται με γενική ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης.
Ο έμμεσος εργοδότης ενημερώνει τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τον αριθμό των προσωρινά απασχολουμένων, το σχέδιο χρήσης προσωρινά απασχολουμένων καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψής τους απευθείας.
7. Παρέχονται οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες (Κυλικεία, Παιδικοί σταθμοί, μεταφορικά μέσα κ.λπ.) που υπάρχουν στη διάθεση των άμεσα εργαζομένων.
8. Η διάρκεια της απασχόλησης δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 12 μήνες.
Μπορεί να παραταθεί μέχρι 18 μήνες εάν ο Π.Α. αναπληρώνει μισθωτό του οποίου η σύμβαση για οποιονδήποτε λόγο είναι σε αναστολή.
Σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων αυτών επέρχεται μετατροπή της σύμβασης σε αορίστου χρόνου, με τον έμμεσο εργοδότη.
9. Αν συνεχίζεται η απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη μετά τη λήξη της διάρκειάς της και της τυχόν ανανέωσης με σύναψη νέας σύμβασης εργασίας χωρίς να μεσολαβεί χρονικό διάστημα 45 ημερ. ημερών θεωρείται ότι πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Εξαιρούνται οι εργαζόμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις όταν απασχολούνται σε ολιγοήμερες κοινωνικές εκδηλώσεις.
10. Άκυρη θεωρείται οποιαδήποτε ρήτρα όταν με αυτήν άμεσα ή έμμεσα:
α) απαγορεύεται ή παρεμποδίζεται η μόνιμη απασχόληση
β) παρεμποδίζονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα ή παραβλάπτονται τα ασφαλιστικά του δικαιώματα.
11. Με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ της Ε.Π.Α. και του έμμεσου εργοδότη ορίζονται τα του τρόπου αμοιβής και ασφάλισης, χρόνο παροχής εργασίας, λόγοι παραχώρησης. Ο έμμεσος εργοδότης πρέπει να προσδιορίζει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα ή ικανότητες, την ειδική ιατρική παρακολούθηση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προς κάλυψη θέσης.
12. Η Ε.Π.Α. και ο έμμεσος εργοδότης είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος υπεύθυνοι έναντι του προσωρινά απασχολούμενου για την ικανοποίηση των μισθολογικών δικαιωμάτων.
Η ευθύνη του έμμεσου εργοδότη αναστέλλεται εφόσον με τη σύμβαση προβλέπεται ότι υπόχρεος είναι ο άμεσος εργοδότης.
13. Απολαμβάνουν όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία το ίδιο επίπεδο προστασίας.
Ο έμμεσος εργοδότης είναι υπεύθυνος για τις συνθήκες εργασίας.
14. Υπάγονται στον κλάδο παροχών ασθενείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ.
15. Απαγόρευση προσωρινής απασχόλησης όταν
α) αντικαθίστανται απεργοί εργαζόμενοι
β) ο έμμεσος εργοδότης το προηγούμενο εξάμηνο είχε πραγματοποιήσει απολύσεις της ίδιας ειδικότητας για οικονομοτεχνικούς λόγους ή το προηγούμενο 12μηνο ομαδικές απολύσεις
γ) ο έμμεσος εργοδότης υπάγεται στις διατάξεις του ν. 2190/94
δ) η εργασία λόγω της φύσης της εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων. Τα είδη των εργασιών θα καθορισθούν με Υπουργική απόφαση
ε) ο απασχολούμενος υπάγεται στις περί ασφαλίσεως διατάξεις Οικοδόμων.
16. Κυρώσεις:
Πρόστιμο από ΣΕΠΕ από 3.000 μέχρι 30.000 Ευρώ.
17. Ισχύει και για επιχειρήσεις του ομίλου επιχειρήσεων.

ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Τα θέματα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας το άρθρο 7 του νόμου τροποποιεί τα προβλεπόμενα από τις προηγούμενες διατάξεις των ν. 1896/90, 2639/98, 2874/2000 και 3385/05 και ανακεφαλαιωτικά είναι τα εξής:
1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως 40 ωρών εβδομαδιαίως, επιτρέπεται για μια χρονική περίοδο (αυξημένης απασχόλησης) ο εργαζόμενος να απασχολείται δύο (2) ώρες την ημέρα επιπλέον των οκτώ (8) ωρών, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπλέον των 40 (ή του μικρότερου συμβατικού ωραρίου) ώρες εργασίας την εβδομάδα αφαιρούνται από τις ώρες εργασίας μιας άλλης χρονικής περιόδου (μειωμένης απασχόλησης).
Αντί της παραπάνω μειώσεως των ωρών εργασίας, επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο ΡΕΠΟ ή συνδυασμός μειωμένων ωρών και ΡΕΠΟ.
Το χρονικό διάστημα των περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης δεν υπερβαίνει συνολικά τους τέσσερις (4) μήνες κατά ημερολογιακό έτος (περίοδος αναφοράς).
Η επί πλέον απασχόληση παρέχεται από τον εργαζόμενο υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 6, εφόσον η επιχείρηση εμφανίζει σώρευση εργασίας που οφείλεται είτε στη φύση, στο είδος ή στο αντικείμενο των εργασιών της είτε σε ασυνήθεις ή απρόβλεπτους λόγους.
Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της επί πλέον αυτής εργασίας, αν δεν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη. Η άρνηση του εργαζομένου να παράσχει την επί πλέον εργασία δεν συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
Οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων έχουν πλήρη εφαρμογή και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Κατά τη διευθέτηση ο μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας κατά την περίοδο του 4μήνου (περίοδος αναφοράς), στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι ώρες της υπερεργασίας και των νομίμων υπερωριών της περιόδου μειωμένης απασχόλησης, παραμένει στις 40 ώρες (ή στο μικρότερο συμβατικό ωράριο) ενώ με συνυπολογισμό των ανωτέρω ωρών υπερεργασίας και νομίμων υπερωριών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 48 ώρες.
2. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο έως 40 ωρών εβδομαδιαίως, εφόσον η επιχείρηση εμφανίζει σώρευση εργασίας που οφείλεται είτε στη φύση, στο είδος ή στο αντικείμενο των εργασιών της είτε σε ασυνήθεις ή απρόβλεπτους λόγους, επιτρέπεται αντί της κατά την προηγούμενη παράγραφο διευθέτησης, να συμφωνείται, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 6 ότι μέχρι 256 ώρες εργασίας από το συνολικό χρόνο απασχόλησης εντός ενός (1) ημερολογιακού έτους, κατανέμονται με αυξημένο αριθμό ωρών σε ορισμένες χρονικές περιόδους, που δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις 32 εβδομάδες ετησίως και με αντιστοίχως μειωμένο αριθμό ωρών κατά το λοιπό διάστημα του ημερολογιακού έτους.
Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της επί πλέον αυτής εργασίας, αν δεν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη. Η άρνηση του εργαζομένου να παράσχει την επί πλέον εργασία δεν συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
Οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων πρέπει να τηρούνται και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Κατά τη διευθέτηση ο μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας ετησίως (περίοδος αναφοράς) στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι ώρες της υπερεργασίας και των νομίμων υπερωριών της περιόδου μειωμένης απασχόλησης, παραμένει στις 40 ώρες (ή στο μικρότερο συμβατικό), ενώ με συνυπολογισμό των ανωτέρω ωρών υπερεργασίας και νομίμων υπερωριών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 48 ώρες.
3. Κατά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο αντί μειώσεως των ωρών εργασίας, προς αντιστάθμιση των πρόσθετων ωρών που εργάσθηκε κατά την περίοδο αυξημένου ωραρίου, ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ΡΕΠΟ) ή ανάλογη προσαύξηση της ετήσιας αδείας ή συνδυασμός μειωμένων ωρών, ΡΕΠΟ και αδείας.
4. Η καταβαλλόμενη αμοιβή κατά το χρονικό διάστημα της διευθέτησης των παρ. 1 και 2 είναι ίση με την αμοιβή για εργασία 40 ωρών εβδομαδιαίως.
5. Κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης των παρ. 1 και 2 η ημερήσια απασχόληση του εργαζομένου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 10 ώρες.
Στις υπερβάσεις του νομίμου ημερήσιου ωραρίου μέχρι το ανώτατο όριο των 10 ωρών καθώς και στις υπερβάσεις των 40 ωρών εβδομαδιαίως δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρ. 1 του ν. 3385/05 (χρονικά όρια).
Κατά την περίοδο της μειωμένης απασχόλησης των παραγρ. 1 και 2 η υπέρβαση του συμφωνηθέντος μειωμένου εβδομαδιαίου ωραρίου η οποία επιτρέπεται κατ' εξαίρεση αντιμετωπίζεται ως εξής:
Οι πρώτες πέντε (5) ώρες υπέρβασης για το 5νθήμερο και οι πρώτες 8 ώρες για 6ήμερο θεωρούνται υπερεργασία και αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%.
Οι ώρες πέραν των 5 ή 8 θεωρούνται ώρες υπερωρίας. Εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις νομιμότητας των υπερωριών κάθε ώρα υπέρβασης πέραν των πέντε (5) ή οκτώ (8) ωρών αποτελεί νόμιμη υπερωρία και αμείβεται με προσαύξηση 75% άλλως με 100%.
6. Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας των παρ. 1 και 2 καθορίζεται κατά σειρά προτεραιότητας με επιχειρησιακές σ.σ.ε. ή με συμφωνίες του εργοδότη και του επιχειρησιακού σωματείου ή του εργοδότη και του συμβουλίου εργαζομένων ή του εργοδότη και των ενώσεων προσώπων της επόμενης παραγράφου.
7. Η Ένωση Προσώπων μπορεί να συσταθεί και από πέντε (5) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφόσον ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στην επιχείρηση ανέρχεται τουλάχιστον σε είκοσι (20). Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρ. 1 του ν. 1264/82.
Σε επιχειρήσεις που δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο ή συμβούλιο εργαζομένων ή ένωση προσώπων ή απασχολούν λιγότερους από 20 εργαζόμενους η συμφωνία διευθέτησης γίνεται μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας.
Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία το θέμα μπορεί να παραπέμπεται από τον ενδιαφερόμενο στις υπηρεσίες μεσολάβησης και διαιτησίας του ΟΜΕΔ.
8. Με επιχειρησιακές και κλαδικές σ.σ.ε. μπορεί να καθορίζεται άλλο σύστημα διευθέτησης χρ. εργασίας ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κλάδου ή της επιχείρησης.
9. Αν για οποιονδήποτε λόγο, ιδίως εξαιτίας παραίτησης ή απόλυσης του εργαζομένου, δεν εφαρμόζεται ή δεν ολοκληρώνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας έχουν πλήρη εφαρμογή όλες οι προστατευτικές διατάξεις που καθορίζουν τις συνέπειες υπέρβασης του ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας.
10. Οι διατάξεις εφαρμόζονται και για α) εποχιακές επιχειρήσεις και β) εργαζόμενους με σύμβαση εργασίας διάρκειας μικρότερης του ενός (1) έτους.
11. Με απόφαση του Υ.Ε. ρυθμίζεται ο τρόπος κατάθεσης των συμφωνιών, η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης αυτών, η τηρούμενη διαδικασία καθώς και κάθε λεπτομέρεια που αφορά την εφαρμογή.

ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ
Το άρθρ. 2 παρ. 3 για την εκ περιτροπής εργασίας προβλέπει:
1. Κατά την κατάρτιση της συμβάσεως ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν να συμφωνήσουν εγγράφωςαπασχόληση εκ περιτροπής.
2. Αν περιορισθούν οι δραστηριότητες ο εργοδότης μπορεί αντί καταγγελίας να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας. Δεν επιτρέπεται υπέρβαση των 6 μηνών στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνον εφόσον προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων.
Οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εργαζομένων κατά σειρά προτεραιότητας είναι οι εξής:
α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της εργαζόμενους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητά τους
β) οι εκπρόσωποι των υφιστάμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης
γ) το συμβούλιο των εργαζομένων.
Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις γνωστοποιούνται εντός 8 ημερών στο ΣΕΠΕ.
Σε περίπτωση έλλειψης συνδικαλιστικού οργάνου η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων.
Σε εποχ. ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις γίνονται για ημερήσια ή εβδομαδιαία περίοδο εργασίας.

ΤΗΛΕΡΓΑΣΙΑ
Στο άρθρο 5 του νόμου προβλέπεται ότι:
1. Ο εργοδότης όταν καταρτίζει σύμβαση εργασίας για τηλεργασία, υποχρεούται να παραδίδει γραπτώς στον εργαζόμενο, μέσα σε οκτώ (8) ημέρες, το σύνολο των πληροφοριών που αναφέρονται στην εκτέλεση της εργασίας και ειδικότερα ως προς την ιεραρχική σύνδεση με τους προϊσταμένους του στην επιχείρηση, τα λεπτομερή καθήκοντά του, τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, τον τρόπο μέτρησης του χρόνου εργασίας, την αποκατάσταση του κόστους που προκαλείται από την παροχή της (τηλεπικοινωνίες, εξοπλισμός, βλάβες συσκευών κ.λπ.).
Αν στη σύμβαση περιέχεται συμφωνία για τηλε-ετοιμότητα ορίζονται τα χρονικά της όρια και οι προθεσμίες ανταπόκρισης του μισθωτού.
2. Αν κανονική εργασία μετατρέπεται σε τηλεργασία, καθορίζεται στη συμφωνία αυτή μια περίοδος προσαρμογής τριών (3) μηνών, κατά την οποία οποιοδήποτε από τα μέρη, μετά από τήρηση προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών μπορεί να θέσει τέλος στην τηλεργασία και ο μισθωτός να επιστρέψει στην εργασία του σε αντίστοιχη θέση με αυτήν που κατείχε.
3. Ο εργοδότης αναλαμβάνει σε κάθε περίπτωση το κόστος που προκαλείται στο μισθωτό από τη μορφή αυτή εργασίας και ειδικότερα των τηλεπικοινωνιών.
Παρέχει στο μισθωτό τεχνική υποστήριξη για την παροχή της εργασίας του και αναλαμβάνει να αποκαταστήσει τις δαπάνες επισκευής των συσκευών που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεσή της ή να τις αντικαταστήσει σε περίπτωση βλάβης. Η υποχρέωση αυτή αφορά και στις συσκευές που ανήκουν στο μισθωτό, εκτός εάν στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας ορίζεται διαφορετικά.
Στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας ορίζεται ο τρόπος χρηματικής αποκατάστασης εκ μέρους του εργοδότη της χρησιμοποίησης του οικιακού χώρου εργασίας του μισθωτού. Με σ.σ.ε. προσδιορίζονται επίσης ειδικότερα πλαίσια για τη ρύθμιση του ιδίου ζητήματος.
4. Ο εργοδότης το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας πληροφορεί γραπτώς τον τηλεργαζόμενο για το πρόσωπο και για τα στοιχεία επικοινωνίας των εκπροσώπων του προσωπικού στην επιχείρηση.
Δεν προβλέπεται προθεσμία ενημέρωσης του ΣΕΠΕ και του ΙΚΑ.

ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Το άρθρο 4 του νόμου τροποποιεί το άρθρο 10 του ν. 3198/55 όπως συμπληρώθηκε με το ν.δ. 206/74 και αντικαθίσταται ως ακολούθως:
1. Οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις αν έχει περιορισθεί η οικονομική τους δραστηριότητα, μπορούν, αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να θέτουν εγγράφως σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους 3 μήνες ετησίως, μόνον εφόσον προηγουμένως προβούν σε διαβούλευση με τους νομίμους εκπροσώπους των εργαζομένων (Π.Δ. 240/06).
Αν στην επιχείρηση δεν υπάρχουν εκπρόσωποι εργαζομένων η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων.
Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης.
Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης.
Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.
Μετά την εξάντληση του τριμήνου, προκειμένου να τεθεί εκ νέου ο ίδιος εργαζόμενος σε διαθεσιμότητα απαιτείται και η παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στις οικείες υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ, με οποιοδήποτε τρόπο τη σχετική δήλωση περί διαθεσιμότητας μέρους ή του συνόλου του προσωπικού του.
2. Για τη θέση των μισθωτών σε διαθεσιμότητα στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις κοινής ωφελείας που απασχολούν περισσότερους από 5.000 μισθωτούς απαιτείται έγκριση του Υπ. Εργασίας που χορηγείται με αίτηση του εργοδότη, μετά τη γνώμη της ολομέλειας του ΑΣΕ. Εάν μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης στο ΥΕ δεν αποφανθεί ο Υπουργός ο εργοδότης μπορεί και χωρίς έγκριση να θέσει σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς, τηρώντας τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου.
3. Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις της προηγούμενης παραγράφου που θέτουν σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, υποχρεούνται στην καταβολή πλήρων αποδοχών, έστω και αν οι μισθωτοί αποδέχθηκαν τη διαθεσιμότητα και δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους.

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ (Κατάτμηση)
Για το θέμα αυτό το άρθρ. 6 του νόμου τροποποιεί το άρθρ. 7 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. του 1997 που προέβλεπε την κατάτμηση ως εξής:
Επιτρέπεται κατ' εξαίρεση η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο (2) περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης και μετά από έγκριση της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί 6ήμερου και 5 επί 5νθημέρου και προκειμένου περί ανηλίκων των 12 ημερών.
Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 εργάσιμες ημέρες επί 6ήμερου και 10 εργάσιμες ημέρες επί 5νθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων 12 ημερ., μετά απόέγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Η αίτηση αυτή για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και είναι στη διάθεση της Επιθεωρήσεως Εργασίας.
Κατά τα λοιπά διέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για την Άδεια.

ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ - ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Το άρθρο 86 παρ. 3 του ν. 3386/05 προβλέπει τις κυρώσεις που επιβάλλονται στους εργοδότες που απασχολούν παράνομα αλλοδαπούς. Το άρθρο 14 του ν. 3846/2010 τροποποιεί αυτές και προβλέπει τα εξής:
"3. Στους εργοδότες που παραβιάζουν τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, πέραν άλλων κυρώσεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία επιβάλλεται, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, χρηματικό πρόστιμο που μπορεί να κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράνομο υπήκοο τρίτης χώρας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης προσδιορίζονται τα κριτήρια, με τα οποία καθορίζεται αναλόγως το ύψος του προστίμου. Αν οι ανωτέρω παραβάσεις διαπιστώνονται από τους Επιθεωρητές Εργασίας του ΣΕΠΕ, το ανωτέρω πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας ή Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων. Για την επιβολή του προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α'), όπως ισχύουν κάθε φορά."

ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ
Το άρθρο 68 παρ. 5 του ν. 3518/06 προβλέπει τον τρόπο υποβολής συμπληρωματικών πινάκων προσωπικού για θεώρηση από την Επιθεώρηση Εργασίας.
Το άρθρο 10 του ν. 3846/2010 τροποποίησε την παράγραφο αυτή ως εξής:
"5. Αν η επιχείρηση ή εκμετάλλευση αλλάξει νόμιμο εκπρόσωπο ή προσλάβει νέους εργαζόμενους, ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, κατά περίπτωση, εντός 15 ημερών από της επέλευσης της μεταβολής. Σε περίπτωση αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέτει, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, το αργότερο ως και την ίδια ημέρα αλλαγής του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και σε κάθε περίπτωση πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζόμενους".
Περιλαμβάνει και τις ξενοδοχειακές - επισιτιστικές επιχειρήσεις οι οποίες από την προηγούμενη ρύθμιση εξαιρούντο.

ΒΙΒΛΙΟ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ
Η τήρηση του ειδικού βιβλίου υπερωριών προβλέπεται από το π.δ. 26/6-4/7/1932 όπως αντικαταστάθηκε από το ν.δ. 515/70.
Το άρθρο 13 του ν. 3846/2010 συμπληρώνοντας αυτά προβλέπει ότι ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες εν γένει και μπορεί να τηρείται με τη μορφή ημερολογίου ή μηχανογραφημένων σελίδων, που φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης και την ένδειξη "Ειδικό βιβλίο υπερωριών".
Για το βιβλίο αυτό δεν απαιτείται θεώρηση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ και πρέπει να διατηρείται από τον εργοδότη επί μια πενταετία (5) από τη συμπλήρωσή του.
Κατά τα λοιπά, το εν λόγω βιβλίο διέπεται από τις οικείες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

ΕΒΔΟΜΑΔΑ 5 ΗΜΕΡΩΝ - ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΤΑ ΣΑΒΒΑΤΟ ή ΕΚΤΗ ΗΜΕΡΑ
Όπως είναι γνωστό η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας του 1975 (ΥΑ 11400/1710/75) θέσπισε για πρώτη φορά το σύστημα της εβδομαδιαίας εργασίας των πέντε (5) εργασίμων ημερών, έστω και αν η εφαρμογή του αρχικά υπόκειτο στην κρίση του εργοδότου.
Οι διατάξεις αυτές της ΕΓΣΣΕ κυρώθηκαν με το Ν. 133/75 (ΦΕΚ 180/29.8.75 ΕΑΕΔ 1975 σελ. 550).
Η απόφαση αυτή της ΕΓΣΣΕ προέβλεπε ότι οι εργοδότες δεν θα απασχολούν τους μισθωτούς κατά το Σάββατο ή κατ' άλλη εργάσιμο ημέρα της εβδομάδος, επιτρεπομένης της υπερβάσεως του ωραρίου των άλλων ημερών, οπότε θα καταβάλλουν πλήρες το ημερομίσθιο του Σαββάτου.
Στη συνέχεια με την ΠΝΠ της 29.12.80 που κυρώθηκε με το Ν. 1157/81 (ΕΑΕΔ 1981 σελ. 10 και 420 αντίστοιχα) καθιερώθηκε το 5θήμερο και στο προσωπικό του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ.
Το άρθρ. 2 παρ. 1 της πιο πάνω ΠΝΠ προέβλεψε ότι κατά την διαδικασία του ν. 3239/55 "περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας κ.λπ." δύναται να καθιερούται σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας πέντε εργασίμων ημερών.
Αυτό απετέλεσε την αρχή ώστε εφεξής πολλές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις να περιλάβουν στο πεδίο ισχύος τους το πενθήμερο σύστημα.
Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις δεν θα απασχολούν το προσωπικό τους κατά το Σάββατο, θα καταβάλλουν αποδοχές 6 ημερών την εβδομάδα, οι συνολικές εβδομαδιαίες ώρες δεν θα υπερβαίνουν τις νόμιμα οριζόμενες και ότι οι ώρες του Σαββάτου μεταφέρονται και ανακατανέμονται στις υπόλοιπες 5 ημέρες της εβδομάδος.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η ημέρα του Σαββάτου είναι εργάσιμη ημέρα εν αντιθέσει με την Κυριακή που είναι ημέρα υποχρεωτικής αργίας, όπως έχει θεσπισθεί, οπότε σε περίπτωση απασχόλησης κατά την ημέρα αυτή (Κυριακή) οφείλεται προσαύξηση κατά 75%.
Όπως δέχονται τα δικαστήρια υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ της Κυριακής και της δεύτερης μη εργάσιμης ημέρας (π.χ. Σάββατο).
Από όλα αυτά προκύπτει ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν το σύστημα της 5θήμερης εργασίας απαγορεύουν την απασχόληση κατά την έκτη ημέρα.
Εάν εφαρμόζεται το σύστημα της 5θήμερης και ο μισθωτός εργασθεί κατά το Σάββατο ή την έκτη ημέρα δεν δικαιούται να λάβει αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως, ούτε προσαύξηση 75%. Δικαιούται όμως να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Οι ώρες εργασίας του Σαββάτου δεν υπάγονται στις διατάξεις περί υπερωριακής αμοιβής, διότι οι διατάξεις αυτές αφορούν μόνον στις εργάσιμες ημέρες.
Η απασχόληση κατά την έκτη ημέρα συνιστά παράβαση της συλλογικής σύμβασης εργασίας και ο υπαίτιος εργοδότης τιμωρείται.
Η απασχόληση κατά τα Σάββατα επί νομίμου ισχύοντος 5θημέρου δεν μετατρέπει την εβδομαδιαία εργασία σε 6ήμερη, εκτός αν γίνει δεκτό ότι η κατά τα Σάββατα απασχόληση ως τακτική υποδηλώνει σιωπηρή κατάργηση του 5θημέρου και εφαρμογή συστήματος 6ημέρου εργασίας (ΑΠ 1614/2002).
Η έκτη δηλαδή ημέρα είναι ήμερα υποχρεωτικής αναπαύσεως (ΣΕ 3482/89 - 4068/86) και πλασματικά μόνο θεωρείται ως εργάσιμη ημέρα.
Για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που παρατηρούνται στην πράξη ο Ν. 3846/2010 στο άρθρ. 8 προβλέπει ότι η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος (που συνήθως είναι Σάββατο), κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%.

ΠΡΟΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ
Το άρθρο 47 του ν. 2676/99 προβλέπει τη χορήγηση προσυνταξιοδοτικής βεβαίωσης, από τους ασφαλιστικούς φορείς, σε όσους προτίθενται να συνταξιοδοτηθούν.
Με το άρθρ. 15 του ν. 3846/2010 τροποποιείται ως εξής:
"1. Μετά από αίτηση του ασφαλισμένου, που υποβάλλεται στα τελευταία δύο (2) χρόνια πριν από την ημερομηνία συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση, κάθε ασφαλιστικός φορέας, πλην του ΟΓΑ, υποχρεούται να προβαίνει σε προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής του και να χορηγεί την αντίστοιχη προσυνταξιοδοτική βεβαίωση.
Η βεβαίωση εξομοιώνεται με απόφαση, αποτελεί εκτελεστή πράξη της Διοίκησης και υπόκειται στις διοικητικές προσφυγές που προβλέπονται από τη νομοθεσία.
Η υπηρεσία του φορέα που είναι αρμόδια για την έκδοση της βεβαίωσης να αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη συμπλήρωση των κατά περίπτωση απαιτούμενων δικαιολογητικών.
2. Όταν ο ασφαλισμένος έχει υπαχθεί στην ασφάλιση περισσότερων του ενός ασφαλιστικών φορέων, η αίτηση υποβάλλεται στον τελευταίο φορέα, λογίζεται δε ως αίτηση που υποβάλλεται και προς τους λοιπούς φορείς.
Ο φορέας στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση υποχρεούται άμεσα να γνωστοποιήσει στους λοιπούς φορείς την υποβολή της αίτησης. Καθένας από τους φορείς αυτούς, αφού καλέσει τον ασφαλισμένο να συμπληρώσει τα τυχόν ελλείποντα δικαιολογητικά, οφείλει να εκδώσει τη σχετική βεβαίωση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Υποχρέωση έκδοσης προσυνταξιοδοτικής βεβαίωσης στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης έχει και ο ΟΓΑ.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του κάθε φορέα καθορίζονται ανά φορέα οι αρμόδιες υπηρεσίες για την υποβολή αίτησης και την έκδοση της βεβαίωσης, τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα στοιχεία και το περιεχόμενο της βεβαίωσης καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου."

ΒΙΒΛΙΟ ΝΕΟΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΙΜΟ
Το πρόστιμο για την μη καταχώρηση εργαζομένου στο ειδικό βιβλίο νεοπροσλαμβανομένων προβλέπεται από το άρθρ. 10 του ν. 3232/04.
Το άρθρ. 17 παρ. 2 του ν. 3846/2010 συμπληρώνοντας αυτό προβλέπει ότι το ύψος του προστίμου όπως καθορίζεται, διπλασιάζεται για κάθε εργαζόμενο σε περίπτωση επανάληψης από την ίδια επιχείρηση της παράβασης περί μη καταχώρησης στο ειδικό βιβλίο.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (Αρμοδιότητες)
Οι αρμοδιότητες των Επιθεωρήσεων Εργασίας καθορίζονται από το άρθρ. 7 του ν. 2639/98. Οι περιπτώσεις ζ, η, ιδ της παρ. 1 του άρθρ. αυτού αντικαθίστανται από αυτές που προβλέπει το άρθρ. 9 του ν. 3846/2010. Στο σύνολό τους αυτές είναι οι εξής:
α) Να ελέγχει όλες τις επιχειρήσεις και γενικότερα κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο εργασίας ή χώρο όπου υπάρχει υπόνοια ότι απασχολούνται εργαζόμενοι, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις.
β) Να προβαίνει σε κάθε είδους αναγκαία εξέταση, έλεγχο ή έρευνα αναφορικά με τη διαπίστωση της τήρησης και εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, της σχετικής με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας ιδίως τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άλλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζόμενων, τους ειδικούς όρους και συνθήκες εργασίας των ευπαθών ομάδων εργαζομένων (όπως νέοι, γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, άτομα με ειδικές ανάγκες), καθώς και ειδικών κατηγοριών εργαζομένων.
γ) Να εισέρχεται οποιαδήποτε ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας στους χώρους εργασίας, όταν κρίνει αναγκαίο, χωρίς προειδοποίηση προς τον εργοδότη, για να διαπιστώσει αν τηρούνται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
δ) Να διακόπτει προσωρινά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τη λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματός της, αν κρίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων και να εισηγείται στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων την οριστική διακοπή της λειτουργίας της, όταν η επιχείρηση εξακολουθεί να παραβαίνει συστηματικά τις διατάξεις της νομοθεσίας με άμεσο κίνδυνο για τους εργαζόμενους.
ε) Να λαμβάνει άμεσα διοικητικά μέτρα, να επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις ή να προσφεύγει στη δικαιοσύνη για την επιβολή των ποινικών κυρώσεων ή, κατά την κρίση του, να χορηγεί εύλογη προθεσμία για τη συμμόρφωση με τις προβλεπόμενες διατάξεις.
στ) Να λαμβάνει άμεσα μέτρα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, σε περίπτωση που διαπιστώσει παράνομη απασχόληση.
ζ) Να έχει πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης, καθώς και στη δομή της παραγωγικής διαδικασίας. Στον εργοδότη που αρνείται την κατά το προηγούμενο εδάφιο πρόσβαση επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 16 του ιδίου νόμου, όπως ισχύουν κάθε φορά.
η)  Να λαμβάνει γνώση οποιουδήποτε από τα τηρούμενα βιβλία, μητρώα, έγγραφα και κάθε άλλου είδους στοιχεία της επιχείρησης, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα.
θ) Να ερευνά τα αίτια των θανατηφόρων και των σοβαρών εργατικών ατυχημάτων και να συντάσσει σχετικές εκθέσεις.
ι) Να διερευνά τα αίτια και τις συνθήκες της εμφάνισης επαγγελματικών νόσων και να προτείνει μέτρα για την πρόληψή τους.
ια) Να ενημερώνει άμεσα τον ασφαλιστικό φορέα σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβάσεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας.
ιβ) Να προβαίνει σε δειγματοληψίες και αναλύσεις των δειγμάτων, να λαμβάνει φωτογραφίες και να προβαίνει σε μετρήσεις φυσικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων στο περιβάλλον εργασίας.
ιγ) Να εξετάζει κάθε καταγγελία και αίτημα που υποβάλλεται στην Υπηρεσία και αφορά την ορθή εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.
ιδ) Να παρεμβαίνει συμφιλιωτικά για την επίλυση των αναφυομένων ατομικών ή συλλογικών διαφορών εργασίας. Ο εργοδότης υποχρεούται να παρίσταται κατά τη διαδικασία επίλυσης των ανωτέρω διαφορών εργασίας, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω του νομίμου εκπροσώπου του, ή άλλου εξουσιοδοτημένου τρίτου. Σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης δεν παρασταθεί, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περ. α της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ιδίου νόμου όπως ισχύουν κάθε φορά.
ιε) Να συντάσσει, να ανακοινώνει και να αποστέλλει στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας την ετήσια έκθεση σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της Χώρας μας που απορρέουν από την 81 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας (Ν. 3249/55 ΦΕΚ 139 Α').
2. Οι αρμοδιότητες του Σ.ΕΠ.Ε. εκτείνονται σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και ασκούνται από τις κεντρικές και τις περιφερειακές υπηρεσίες του.
3. Το Σ.ΕΠ.Ε. συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, σχετικά με το αντικείμενο της αποστολής του, με άλλες υπηρεσίες του εσωτερικού ή εξωτερικού.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ (Πρόστιμα)
Το άρθρ. 11 του ν. 3846/2010 τροποποίησε το άρθρ. 16 του ν. 2639/98 που αφορά τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται εις βάρος των εργοδοτών που παραβιάζουν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Οι νέες διοικητικές κυρώσεις έχουν ως εξής:
"1. Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας ή Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων:
α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση, από πεντακόσια (500,00) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000,00) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις και καθορίζεται το ύψος του προστίμου.
β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι τριών (3) ημερών. Επίσης με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας, να επιβληθεί στον εργοδότη προσωρινή διακοπή της λειτουργίας για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις (3) ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
2. Η πράξη επιβολής προστίμου κατά τα ανωτέρω κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη και το πρόστιμο αποτελεί έσοδο του Δημοσίου. Κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίησή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.
Μέσα στην ίδια προθεσμία η προσφυγή κοινοποιείται με μέριμνα του προσφεύγοντος και με ποινή απαραδέκτου στην αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης επιβολής προστίμου. Η αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ βεβαιώνει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, το οποίο εισπράττεται από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, ως δημόσιο έσοδο.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ρυθμίζονται τα σχετικά θέματα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
3. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων και το μέγεθος της επιχείρησης.
4. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
5. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αυξάνονται τα όρια του προβλεπόμενου από την παράγραφο 1 προστίμου.
6. Διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν ως διοικητική κύρωση το πρόστιμο κατά τρόπο διάφορο από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού καταργούνται, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν. Για το πρόστιμο που επιβάλλεται στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού.
Επανακαθορισμός τεκμηρίων εξάρτησης τηλεργασίας και εργασίας φασόν
Με το άρθρο 1 του ν. 3846/10 επανακαθορίζονται τα τεκμήρια εξαρτημένης εργασίας για εργασία με το σύστημα της τηλεργασίας και κατά μονάδα εργασίας (φασόν).
Προβλέπεται ότι η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολουμένου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ' οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες.

Σ η μ ε ί ω σ η
1. Ως ενημέρωση νοείται η διαβίβαση στοιχείων από τον εργοδότη στους εκπροσώπους των εργαζομένων προκειμένου να λάβουν γνώση του εκάστοτε θέματος και να το εξετάσουν.
2. Ως διαβούλευση νοείται η ανταλλαγή απόψεων και η καθιέρωση διαλόγου μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και του εργοδότου (Π.Δ. 240/06).
3. Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων κατά σειρά προτεραιότητας είναι:
α) Οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης
β) Οι εκπρόσωποι των υφισταμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης
γ) Συμβούλιο εργαζομένων
δ) Ένωση προσώπων. Μπορεί να συσταθεί και από πέντε (5) τουλάχιστον εργαζομένους εφόσον ο αριθμός των εργαζομένων στην επιχείρηση είναι τουλάχιστον 20.

Πηγή: ΕΑΕΔ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου