Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Ο νόμος που προβλέπει την Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ν.3899/17.12.2010, άρθρο 13)

 Στο άρθρο 3 του ν. 1876/1990 προστέθηκε η παράγραφος 5Α ως εξής:
«5Α.
1.α) Με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, οι αποδοχές και οι συνθήκες εργασίας είναι δυνατόν να αποκλίνουν από αυτές της αντίστοιχης κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας και όχι πάντως κατώτερα από το επίπεδο της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία μπορεί να ανανεώνεται, ονομάζεται «ειδική επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας». Οι ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν από τις αντίστοιχες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, χωρίς περιορισμούς. Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 για τη συρροή και τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 11 για την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν ισχύουν για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας της παρούσας παραγράφου. Οι ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων στις συνθήκες της αγοράς, με στόχο τη δημιουργία ή τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, καθώς και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
β) Με την ειδική επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας του προηγούμενου εδαφίου δύνανται να ρυθμίζονται ο αριθμός των θέσεων εργασίας, όροι και προϋποθέσεις μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας, καθώς και κάθε άλλος όρος εφαρμογής της, περιλαμβανομένης της διάρκειάς τους.
2. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στο άρθρο 6 παρ. 1 περίπτωση β΄ του παρόντος νόμου, η ειδική επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση μπορεί να καταρτιστεί και από εργοδότη που απασχολεί λιγότερους από πενήντα (50) εργαζόμενους, με το αντίστοιχο επιχειρησιακό σωματείο και αν δεν υπάρχει με το αντίστοιχο κλαδικό σωματείο ή με την αντίστοιχη ομοσπονδία.
3. Για την εφαρμογή των οριζομένων στην παράγραφο 1 τα μέρη υποβάλλουν από κοινού αιτιολογική έκθεση των λόγων που δικαιολογούν την πρόθεσή τους για κατάρτιση ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας προς το Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.), το οποίο και γνωμοδοτεί για τη σκοπιμότητα της κατάρτισής της, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών μετά την πάροδο της οποίας τεκμαίρεται η χορήγησή της. Με την ίδια διαδικασία συμφωνείται και η τυχόν παράτασή της.
4. Η συλλογική σύμβαση εργασίας αυτής της παραγράφου αρχίζει από την υπογραφή της και είναι έγκυρη, σύμφωνα με τα ισχύοντα στο άρθρο 5 του παρόντος νόμου.
5. Σε περίπτωση παραβίασης των όρων του άρθρου αυτού, η ειδική επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας είναι άκυρη και σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, η αποζημίωση απόλυσης υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές της αντίστοιχης κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
6. Οποιαδήποτε μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά παράβαση των συμφωνημένων στο πλαίσιο της ειδικής επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, συνιστά μη εμπρόθεσμη καταβολή νομίμων αποδοχών, για την οποία εφαρμόζονται ο α.ν. 690/1945, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995.»

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 ΤΟΥ ν. 3899/2010
Η ειδική επιχειρησιακή ΣΣΕ (ειδική ΕΣΣΕ)
1. Πρόκειται για νέα μορφή επιχειρησιακής ΣΣΕ, που εισήχθηκε με το ν. 3899/2010 (άρθρο 13).
2. Μπορεί να συναφθεί και σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 50 εργαζόμενους, από το επιχειρησιακό σωματείο και όπου αυτό δεν υπάρχει, οι εργαζόμενοι εκπροσωπούνται από την κλαδική τους οργάνωση ή την αντίστοιχη ομοσπονδία.
3. Προκειμένου να συναφθεί ειδική ΕΣΣΕ, πρέπει να κατατεθεί από τα μέρη (εργοδότη – σωματείο/ομοσπονδία) κοινή αιτιολογική έκθεση στο Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.), που διατυπώνει απλή γνώμη για τη σκοπιμότητά της.
4. Στο πλαίσιο της ειδικής ΕΣΣΕ είναι δυνατόν οι μισθοί να αποκλίνουν από την αντίστοιχη κλαδική ΣΣΕ μέχρι το κατώφλι της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ.
5. Η ειδική ΕΣΣΕ μπορεί να περιέχει ρυθμίσεις για τον αριθμό των θέσεων εργασίας, καθώς και για λοιπούς όρους, όπως μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, διαθεσιμότητα, διάρκεια εφαρμογής, περιλαμβανομένων  τυχόν όρων για τη διαδικασία επανόδου στην κανονική εφαρμογή της προηγούμενης (ευνοϊκότερης) επιχειρησιακής ΣΣΕ ή των κλαδικών ΣΣΕ.
6. Μολονότι δεν περιλαμβάνεται διάταξη για απαγόρευση (εκ του νόμου) των απολύσεων κατά τη διάρκεια ισχύος της ειδικής ΕΣΣΕ, μπορεί να αντιταχθεί στις εργοδοτικές προτάσεις η διασφάλιση όλων των θέσεων εργασίας και των όρων που αυτή παρέχεται.
7. Δεν προβλέπεται απαγόρευση από το νόμο ταυτόχρονης εφαρμογής ελαστικών μορφών απασχόλησης και ειδικής ΕΣΣΕ. Θέματα αναγκαστικής μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας μπορούν απλά να ρυθμίζονται με την ειδική ΕΣΣΕ, αλλά προφανώς ο εργοδότης θα επιδιώκει να διατηρήσει το διευθυντικό του δικαίωμα για μονομερή επιβολή τους. Από τις διατάξεις αυτές θα μπορούσε να γεννηθεί ερμηνευτικό ζήτημα, εάν μπορούν να τροποποιούνται επί το χειρότερο οι σχετικές ρυθμίσεις του νόμου (πχ για ομαδικές απολύσεις, διαθεσιμότητα, εκ περιτροπής εργασία κλπ).
8. Ορίζεται στο νόμο ότι οι ειδικές ΕΣΣΕ λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων στις συνθήκες της αγοράς, με στόχο τη δημιουργία ή τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, καθώς και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
9. Διασφαλίζεται η υπερίσχυση της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ ως προς όλες τις διατάξεις της, δηλαδή τις κατώτατες υποχρεωτικές αποδοχές (βασικός μισθός, επίδομα γάμου, τριετίες) και τις θεσμικές ρυθμίσεις των κατώτατων όρων εργασίας.
10. Θεσπίζεται ακυρότητα της ειδικής ΕΣΣΕ, υπερημερία του εργοδότη και ποινικές κυρώσεις με αυτόφωρη διαδικασία για μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά παράβαση των συμφωνημένων στο πλαίσιο της ειδικής ΕΣΣΕ. Επίσης, αποζημίωση απόλυσης σε περίπτωση ακυρότητας με βάση τις αποδοχές της κλαδικής ΣΣΕ.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
Μετά τον ν. 3899/2010, όλα τα είδη ΣΣΕ του Ν. 1876/1990 (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές, επιχειρησιακές) διατηρούνται σε ισχύ, άρα και η ικανότητα των αντίστοιχων συνδικαλιστικών οργανώσεων που είναι αρμόδιες να τις υπογράφουν.
2. Η διαδικασία συλλογικής διαπραγμάτευσης παραμένει η ίδια. Αυτό σημαίνει ότι οι εργοδοτικές οργανώσεις (ή οι μεμονωμένοι εργοδότες)  έχουν υποχρέωση να διαπραγματεύονται καλόπιστα και με πρόθεση να επιλυθεί η συλλογική διαφορά. Επίσης έχουν υποχρέωση να προσκομίζουν στις διαπραγματεύσεις όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα και αναγκαία για τη διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων των υπό συζήτηση θεμάτων και αναφέρονται στην οικονομική κατάσταση, την οικονομική πολιτική και την πολιτική προσωπικού της επιχείρησης, του κλάδου ή του επαγγέλματος. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να κατατίθενται στα πρακτικά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
3. Το περιεχόμενο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των ΣΣΕ παραμένει το ίδιο. Δηλαδή οι ΣΣΕ μπορούν να ρυθμίζουν όλους τους όρους παροχής της εργασίας (μισθολογικοί και λοιποί όροι).
Εξαίρεση εισάγεται στην περίπτωση προσφυγής στη διαιτησία, όπου μπορεί πλέον να προσφύγει μονομερώς και η εργοδοτική πλευρά. Με τις νέες διατάξεις ο διαιτητής περιορίζεται να κρίνει μόνο το βασικό ημερομίσθιο ή/και το βασικό μισθό, εκτιμώντας όλα τα στοιχεία και πορίσματα της μεσολάβησης, την οικονομική κατάσταση και την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής δραστηριότητας στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά.
4. Οι κανόνες δέσμευσης από τις ΣΣΕ παραμένουν οι ίδιοι. Αυτό σημαίνει ότι:
α) οι Εθνικές Γενικές ΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας που ισχύουν για  όλους τους εργαζόμενους στην ελληνική επικράτεια ανεξάρτητα από το εάν είναι μέλη ή όχι σωματείων,
β) οι επιχειρησιακές ΣΣΕ δεσμεύουν όλους τους εργαζόμενους της επιχείρησης,
γ) οι κλαδικές και οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ δεσμεύουν τους εργαζόμενους και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλόμενων οργανώσεων.
5. Διατηρείται σε ισχύ η επέκταση των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ με την κήρυξή τους ως γενικά υποχρεωτικών για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου και του επαγγέλματος, εφόσον οι αντίστοιχες ΣΣΕ δεσμεύουν ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος.
6. Οι κανόνες συρροής συνεχίζουν να ισχύουν. Δηλαδή εάν μια σχέση εργασίας ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες ΣΣΕ:
α) εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο, με σύγκριση και επιλογή των διατάξεων που εφαρμόζονται στις ενότητες των αποδοχών και των λοιπών θεμάτων,
β) η κλαδική ή η επιχειρησιακή ΣΣΕ υπερισχύουν σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ.
Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα εισάγεται μόνο για το νέο είδος της ειδικής επιχειρησιακής ΣΣΕ (βλ. παραπάνω).
7. Οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ. Αυτό έχει ως συνέπεια οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας να επικρατούν μόνο εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, με την εξαίρεση της ειδικής επιχειρησιακής ΣΣΕ (βλ. παραπάνω).
Επίσης εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση για παραίτηση των εργαζομένων από την προστασία που τους παρέχουν οι όροι των ΣΣΕ που καλύπτουν τη σχέση εργασίας τους.
8. Οι ΣΣΕ συνάπτονται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Κάθε ΣΣΕ που προβλέπει διάρκεια ισχύος πέρα από ένα έτος, θεωρείται ότι έχει αόριστη διάρκεια. Η διάρκεια ισχύος της δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα έτος.
Εφόσον μια ΣΣΕ λήξει ή καταγγελθεί, οι κανονιστικοί της όροι εξακολουθούν να ισχύουν για ένα εξάμηνο και εφαρμόζονται και στους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται κατά το διάστημα αυτό.
9. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων διατηρείται το δικαίωμα των εργαζομένων για απεργιακές κινητοποιήσεις.
Εξαίρεση αποτελεί η απαγόρευση απεργιακών κινητοποιήσεων για διάστημα δέκα (10) ημερών από την ημέρα προσφυγής στη διαιτησία του ΟΜΕΔ, όχι μόνο στην περίπτωση που προσφεύγει η πλευρά των εργαζομένων, αλλά πλέον και στην περίπτωση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία από την εργοδοτική πλευρά.
10. Στις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 50 εργαζόμενους (ή σε εγκαταστάσεις που απασχολούν πάνω από 20 εργαζόμενους), ακόμα και πριν την έναρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων για την υπογραφή ΣΣΕ, οι εργοδότες έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν έγκαιρα και πλήρως, να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων, να διαβουλεύονται και να απαντούν αιτιολογημένα σε αυτούς για:
α) την εξέλιξη των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης,
β) την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης μέσα στην επιχείρηση, καθώς και τα μέτρα πρόληψης που ενδεχομένως προβλέπονται σε περίπτωση ιδίως που η απασχόληση απειλείται,
γ) τις αποφάσεις που μπορούν να επιφέρουν ουσιαστικές μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας ή στις συμβάσεις εργασίας. Η μη συμμόρφωση των εργοδοτών στην υποχρέωσή τους αυτή ελέγχεται από την Επιθεώρηση Εργασίας και επισύρει διοικητικές κυρώσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου