Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, πότε υπάρχει. Εύλογος χρόνος δημόσιας κατάθεσης αποζημίωσης απολυομένου, σε περίπτωση που αρνείται να την εισπράξει.


Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, πότε
υπάρχει. Εύλογος χρόνος δημόσιας
κατάθεσης αποζημίωσης απολυομένου,
σε περίπτωση που αρνείται να την
εισπράξει.


α) Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από  τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει  δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, χρόνο  και τον τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη  διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα  του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς  τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το  βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη  στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση  της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα  πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.
β) Η καταβολή της  αποζημιώσεως πρέπει να είναι πραγματική, και δεν αρκεί η απλή προσφορά  αυτής, σε περίπτωση όμως αρνήσεως του μισθωτού να την εισπράξει, οφείλει ο εργοδότης να προβεί στη δημόσια κατάθεσή της μέσα σε εύλογο χρόνο από την ατελεσφόρητη προσφορά, ώστε να αποτρέψει τη ακυρότητα. 

Ο προσδιορισμός του  εύλογου χρόνου στην προαναφερόμενη περίπτωση είναι συνάρτηση των κρατούντων  συναλλακτικών ηθών (ο ελάχιστος κατά κανόνα για τη συντέλεση των  απαιτούμενων διατυπώσεων), και των συν τρεχόντων σε κάθε περίπτωση  περιστατικών.

Ο χρόνος των τριών ημερών που μπορεί να μεσολαβήσει  μεταξύ της καταγγελίας και της επίδοσης αντιγράφου του γραμματίου παρακαταθήκης κρίνεται εύλογος.

Αριθμός 71/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μίμη Γραμματικούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου  Πάγου, Χρήστο Αλεξόπουλο, Βασίλειο Λυκούδη, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, και  Δημήτριο Μουστάκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Οκτωβρίου 2009, με  την παρουσία και της γραμματέως Μαριάννας Νίκου, για να δικάσει την υπόθεση  μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ................................., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο  ............................
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης ........................................, πρώην υπό την επωνυμία ......................., που  εδρεύει στην ... και όπως νόμιμα εκπροσωπείται, .................. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο ............................

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-10-2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος  που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:  2380/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 2352/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την  αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 21-3-2008  αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι  διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης,  Βασίλειος Λυκούδης ανέγνωσε την από 2-10-2009 έκθεσή του, με την οποία  εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και να  απορριφθούν οι λοιποί.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η  πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της και καθένας από  αυτούς, την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ και 6 του Α.Ν.  765/1943, που κυρώθηκε με την υπ` αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ και διατηρήθηκε σε  ισχύ με το άρθρο 38 Εισ. Ν. ΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας  υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από  τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει  δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, χρόνο  και τον τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη  διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα  του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς  τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το  βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη  στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση  της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα  πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.
Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και ειδικότερα αν εκείνος  που παρέχει τις υπηρεσίες του δεν υποβάλλεται σε νομική και προσωπική  εξάρτηση από τον εργοδότη, υπό την ανωτέρω έννοια, υπάρχει σύμβαση  ανεξαρτήτων υπηρεσιών, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της  εργατικής νομοθεσίας. 

Ο χαρακτήρας δε της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του  εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως είναι η έκδοση  δελτίων παροχής υπηρεσιών και η ασφάλιση στο ΙΚΑ. Εξάλλου, από τη διάταξη  του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει  την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη  συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της  συμβάσεως έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό  αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ` αυτή καθαυτή την εργασία, που θα  απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου  επιφέρει τη λύση της συμβάσεως.


Αντικείμενο δε της συμβάσεως αυτής μπορεί να  είναι και έργο μη αυτοτελές αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη  χρονική διάρκεια.

Σε κάθε, όμως, περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η  έλλειψη εξαρτήσεως από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την  πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο  εκτελέσεώς του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να  συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη  υποκείμενος στον έλεγχό του. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως  εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου δεν εξαρτάται από τον  χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτή από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του  δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για το χαρακτήρα της  συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων.
Στην προκείμενη περίπτωση,  το Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε  κατά ανέλεγκτη κρίση τα εξής:" ..... Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων έργου,  ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, ο εκκαλών παρείχε  τις υπηρεσίες του στην εφεσίβλητη, από 1.7.1985 έως 30.6.1995, ως  εισπράκτορας ασφαλίστρων. Ειδικότερα στον εκκαλούντα είχε ανατεθεί η  είσπραξη ασφαλίστρων πελατών της εφεσίβλητης, στην περιοχή Αθηνών, Πειραιώς  και Προαστίων. Μετά το πέρας των εισπράξεων, έπρεπε να προσέρχεται  καθημερινά στα γραφεία της εφεσίβλητης και να παραδίδει στο ταμείο το  εισπραχθέν ποσό με τα σχετικά δικαιολογητικά και στοιχεία. Η αμοιβή του ήταν  ανάλογη με τον αριθμό των εισπράξεων, το ωράριο απασχόλησης ελεύθερο και η  εφεσίβλητη του κατέβαλε τη δαπάνη κινήσεως και συντηρήσεως του μέσου που  χρησιμοποιούσε στις μετακινήσεις του. Από τα προαναφερθέντα, συνάγεται ότι  οι διάδικοι απέβλεπαν στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, ήτοι την  είσπραξη ασφαλίστρων, ο εκκαλών παρείχε τις υπηρεσίες του, χωρίς τον έλεγχο  και την εποπτεία της εκκαλούσας και δεν τελούσε σε νομική εξάρτηση από  αυτήν. Κατ` ακολουθίαν, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος που συνιστά και λόγο  έφεσης ότι η έννομη σχέση που τον συνέδεε με την εφεσίβλητη, κατά το άνω  διάστημα, ήταν, εν τοις πράγμασι, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου  χρόνου, είναι αβάσιμος κατ` ουσίαν και απορριπτέος. Το έτος 1995, η  εφεσίβλητη μετέτρεψε όλες τις συμβάσεις έργου των εισπρακτόρων της σε  συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και από τότε όλοι οι  εισπράκτορες, μεταξύ των οποίων και ο εκκαλών, εργάζονταν με την ιδιότητα  του διοικητικού υπαλλήλου και ασφαλίζονταν στο Ι.Κ.Α., έναντι του ΤΕΒΕ που  ήσαν ασφαλισμένοι μέχρι τότε. Ειδικότερα, ο εκκαλών κατήρτισε στις 1.7.1995  με την εφεσίβλητη, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της  οποίας εντάχθηκε στους διοικητικούς υπαλλήλους της εταιρίας, με αντικείμενο  εργασίας κυρίως την είσπραξη ασφαλίστρων. Οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές του  ορίσθηκαν στο ποσό των 214.500 δραχμών, ενώ συμφωνήθηκε καταβολή 14,5  μισθών, κατ` έτος και επί πλέον αμοιβή 420 δρχ. για κάθε πραγματοποιούμενη  είσπραξη πλέον των τριακοσίων πρώτων εκάστου μηνός. Επίσης καθορίσθηκαν  έξοδα κίνησης, μέχρι 25.000 δρχ. μηνιαίως, με την προσκόμιση νομίμων  δικαιολογητικών. Συμφωνήθηκε πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και ωράριο το  νόμιμο ...". Με βάση τα περιστατικά αυτά το Εφετείο δέχτηκε, ότι η σύμβαση  που είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων ήταν αυτή της σύμβασης έργου και όχι  της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Eτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε  ευθέως ή εκ πλαγίου τις παραπάνω διατάξεις, αφού με επαρκείς και χωρίς  αντιφάσεις αιτιολογίες, για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση  της δίκης και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, δέχθηκε ότι η  συνδέουσα τους διαδίκους σχέση ήταν αυτή της σύμβασης έργου με το παραπάνω  αντικείμενο. Ειδικότερα η παραδοχή ότι στον αναιρεσείοντα είχε ανατεθεί η  είσπραξη ασφαλίστρων πελατών της εφεσίβλητης στην περιοχή Αθηνών, Πειραιώς  και Προαστίων και ότι αυτός "μετά το πέρας των εισπράξεων, έπρεπε να  προσέρχεται καθημερινά στα γραφεία της εφεσίβλητης και να παραδίδει στο  ταμείο το εισπραχθέν ποσό με τα σχετικά δικαιολογητικά", προσδιορίζει το  έργο που είχε ανατεθεί στον αναιρεσείοντα και τις συμβατικές αυτού  υποχρεώσεις, ως προς την (τμηματική) παράδοση του έργου (δηλαδή των  επιμέρους εισπράξεων των ασφαλίστρων) και δεν ενέχει αντίφαση με το πόρισμα  της αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων παρείχε τις υπηρεσίες του, χωρίς τον έλεγχο  και την εποπτεία της εκκαλούσας και δεν τελούσε σε νομική εξάρτηση από  αυτήν. Εξάλλου η είσπραξη ασφαλίστρων πελατών της αναιρεσίβλητης, δύναται να  αποτελέσει το αντικείμενο τόσο συμβάσεως εργασίας, όσο και συμβάσεως έργου  και δεν ενέχει αντίφαση η παραδοχή ότι το αντικείμενο της εργασίας του  αναιρεσείοντος δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά, ενώ στην απόφαση διαλαμβάνονται  περιστατικά από τα οποία προκύπτει η μεταβολή της αρχικής σύμβασης (έργου)  σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όπως η αναφορά ότι ενώ αρχικά το ωράριο  απασχόλησης ήταν ελεύθερο μετά το 1995 ο αναιρεσείων εργαζόταν ως  διοικητικός υπάλληλος, καθώς επίσης ότι συμφωνήθηκε πενθήμερη εβδομαδιαία  απασχόληση και νόμιμο ωράριο εργασίας. Επομένως, ο πρώτος (με τα στοιχ. Α- Δ) λόγος αναιρέσεως, από τους αριθμούς 19 και 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με  τους οποίους προβάλλεται, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, ευθεία και εκ  πλαγίου παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Με το πρώτο, επίσης, λόγο αναίρεσης, (υπό στοιχείο ΣΤ) από τον αριθ.11 γ  του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., προβάλλεται ότι δεν προκύπτει αδιστάκτως ότι η  προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της την ομολογία της αναιρεσίβλητης, που  νομότυπα επικαλέστηκε ο αναιρεσείων τόσο με το δικόγραφο της έφεσής του όσο  και με τις εφετειακές προτάσεις του, κατά την οποία αυτή συνομολόγησε στις  πρωτόδικες προτάσεις της, ότι: "από την πρόσληψη του και μέχρι την απόλυση  του στις 19-7-2004, ο αντίδικος εργαζόταν με την ιδιότητα του εισπράκτορα  και εισέπραττε από τους ασφαλισμένους μας τα ασφάλιστρα των ασφαλιστικών  συμβάσεων που αυτοί είχαν καταρτίσει με την εταιρεία μας" , ή, κατ` άλλη  διατύπωση: "Τόσο πριν από το 1995 όσο και μετέπειτα όλοι οι εισπράκτορες που  χρησιμοποιεί η εταιρεία μεταξύ και οποίων και ο αντίδικος εργάζονται με τον  ίδιο τρόπο και καθεστώς........". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως  απαράδεκτος, προεχόντως, διότι τα πιο πάνω αναφερόμενα πραγματικά  περιστατικά, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων τόσο πριν, όσο και μετά από το 1995  είχε το αυτό αντικείμενο εργασίας, δηλαδή τη είσπραξη ασφαλίστρων, έστω και  αν η είσπραξη αυτή γινόταν "με τον ίδιο τρόπο και καθεστώς", δεν αποτελούν  ομολογία, ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν εξαρχής σύμβαση εξαρτημένης  εργασίας, ώστε η μη λήψη αυτής υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας να ιδρύσει  τον επικαλούμενο λόγο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το αντικείμενο αυτό της  παροχής (είσπραξη των ασφαλίστρων) δύναται να γίνει όχι μόνο με σύμβαση  εξαρτημένης εργασίας, αλλά και με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή και με  σύμβαση έργου, όπως στην κρινόμενη υπόθεση, αφού, κατά τις παραδοχές της  απόφασης, τα μέρη απέβλεψαν στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, ήτοι  την είσπραξη ασφαλίστρων. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ.11 περ.  γ` ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι  διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη  συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω  εδαφίου, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη  αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση  αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη  κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346  Κ.Πολ.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, από τον  αριθ. 11 περ. γ` του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το  Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του έγγραφα, τα οποία είχε προσκομίσει για την  απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του και ειδικότερα δεν καθίσταται  αδιστάκτως βέβαιο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τα πιο κάτω έγγραφα-  αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισε και επικαλέστηκε ενώπιον του Εφετείου με  τις εφετειακές προτάσεις του, παρότι απ` αυτά αποδεικνυόταν, όπως αναφέρει,  ότι συνδέεται με την αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου  χρόνου και κατά το χρονικό διάστημα από, 1-7-1985 μέχρι και την 30-6-1995: 
Α) φύλλο αυτοαξιολόγησης", στο οποίο περιγράφονταν αναλυτικά τα καθήκοντα  του εισπράκτορα, και από το οποίο προέκυπτε όσα στη αίτησή του ο αναιρεσείων  αναφέρει, ως προς την φύση της εργασίας του, ως εξαρτημένης εργασίας.
Β) Τα  πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου της αναιρεσίβλητης της 10ης Νοεμβρίου  2003, από τα οποία προέκυπτε, ότι κατά τη συνεδρίαση εκείνη συζητήθηκε το  "πρόβλημα μη υπολογισμού προϋπηρεσίας εισπρακτόρων στην καταβολή των αμοιβών  τους ανάλογα με την προϋπηρεσία τους" και η Γενική Διευθύντρια Ανθρωπίνου  Δυναμικού της αναιρεσίβλητης .... είχε αναγνωρίσει, ότι οι διαμαρτυρίες των  εισπρακτόρων υπαλλήλων της για την αυθαίρετη διακοπή από την αναιρεσίβλητη  του συνυπολογισμού του προ του Ιουλίου 1995 χρονικού διαστήματος στο χρόνο  υπηρεσίας τους ήταν βάσιμες και είχε δεσμευθεί να τους καταβάλει τις  διαφορές, που προκύπτουν από το μη συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας τους  αυτής.
Γ) Τις αποδείξεις μισθοδοσίας των ετών 1996 έως και Ιουνίου 2000, από  τη σύγκριση των οποίων αποδεικνυόταν, ότι από 1-7- 1995 έως και τις αρχές  του έτους 2000 η αναιρεσίβλητη κατέβαλλε στον αναιρεσείοντα τις νόμιμες  αποδοχές, συνυπολογίζοντας σε αυτές, το συνολικό χρόνο δέκα (10) ετών, που  είχε προηγηθεί κατά την παροχή της εργασίας του σ` αυτήν με σύμβαση, που  χαρακτήριζε ως μίσθωσης έργου. Από τη βεβαίωση όμως που περιέχεται στην  προσβαλλόμενη απόφαση ότι, έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα, που επικαλέσθηκαν και  προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με όλο το περιεχόμενό της, που  αναφέρεται παραπάνω, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι, το Εφετείο έλαβε υπόψη  και τα παραπάνω έγγραφα και, επομένως, ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως είναι  αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 εδ, α' του ν. 3198/1955, η καταγγελία της αορίστου  χρόνου εργασιακής συμβάσεως, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις  του νόμου αυτού και των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 669 ΑΚ,  θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη  αποζημίωση. Ως χρόνος καταβολής της αποζημιώσεως ορίζεται κατ` αρχήν, με τη  ρητή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 εδ α` του ίδιου νόμου 3198/1955, η ημέρα  της λύσεως της συμβάσεως, εκτός αν η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές έξι  μηνών, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό το  μέχρι των αποδοχών έξι μηνών μέρος της αποζημιώσεως, το δε υπόλοιπο σε  τριμηνιαίες δόσεις, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο εδ β` της άνω παρ. 1  του άρθρου 2 του ν.3198/1955. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται σαφώς ότι  εάν δεν καταβληθεί η αποζημίωση ή το μέχρι των αποδοχών έξι μηνών μέρος της,  κατά περίπτωση, την ίδια ημέρα με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας στον  απολυόμενο μισθωτό, η καταγγελία είναι άκυρη, η δε ακυρότητα δεν θεραπεύεται  από τη μεταγενέστερη καταβολή της αποζημίωσης.
Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή η  οποία είναι σύμφωνη με τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία δεν χωρεί  εκ των υστέρων ίαση της άκυρης δικαιοπραξίας, που θεωρείται εξυπακουόμενη  από το άρθρο 183 ΑΚ, ενισχύεται και από την επιβαλλόμενη, με το εδ. β` της  παρ. 3 του ως άνω άρθρου 5 του ν. 3198/1955 κύρωση της (επιγενόμενης)  ακυρότητας της καταγγελίας σε περίπτωση καθυστερήσεως μιας από τις  οφειλόμενες τριμηνιαίες δόσεις αποζημιώσεως, που υπερβαίνει τις αποδοχές έξι  μηνών.
Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ακόμη ότι η καταβολή της  αποζημιώσεως πρέπει να είναι πραγματική, και δεν αρκεί η απλή προσφορά  αυτής, σε περίπτωση όμως αρνήσεως του μισθωτού να την εισπράξει, οφείλει ο  εργοδότης να προβεί στη δημόσια κατάθεσή της μέσα σε εύλογο χρόνο από την  ατελεσφόρητη προσφορά, ώστε να αποτρέψει τη ακυρότητα. 
Ο προσδιορισμός του  εύλογου χρόνου στην προαναφερόμενη περίπτωση είναι συνάρτηση των κρατούντων  συναλλακτικών ηθών (ο ελάχιστος κατά κανόνα για τη συντέλεση των  απαιτούμενων διατυπώσεων), και των συντρεχόντων σε κάθε περίπτωση  περιστατικών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με  το κρίσιμο ζήτημα της προσφοράς και της καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης,  δέχεται τα ακόλουθα: "Στις 19.7.2004, η εφεσίβλητη κατήγγειλε τη σύμβαση  εργασίας του εκκαλούντος και επειδή αυτός αρνήθηκε να παραλάβει την  καταγγελία, του επιδόθηκε με Δικαστικό Επιμελητή την ίδια ημέρα (Βλ. έκθεση  επίδοσης ... του Δικαστικού Επιμελητού Αθηνών ...), ενώ το ποσό αποζημίωσης  απόλυσης, ύψους 12.632,15 ευρώ, κατετέθη στο Ταμείο Παρακαταθηκών και  Δανείων και το σχετικό γραμμάτιο κατετέθη στη Συμβολαιογράφο Αθηνών Φωτεινή  Φλώρα -Ψαρρή, αντίγραφο δε του γραμματίου επεδόθη στον εκκαλούντα στις  22.7.2004 (βλ. έκθεση επίδοσης ... του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή).

Ο χρόνος  των τριών ημερών (όπως αναφέρεται και από τον αναιρεσείοντα και όχι μηνών,  που από προφανή παραδρομή, αναγράφεται στην απόφαση), που μεσολάβησε μεταξύ  της καταγγελίας και της επίδοσης αντιγράφου του γραμματίου παρακαταθήκης,  στον εκκαλούντα, κρίνεται εύλογος ...". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθά  ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου,  θεωρώντας έγκυρη την δημόσια κατάθεση της αποζημίωσης, ενόψει των ιδιαίτερων  συνθηκών κατά το χρόνο της καταγγελίας μεταξύ των διαδίκων μερών (πραγματική  και προσήκουσα προσφορά της αποζημίωσης κατά την ημέρα της απόλυσης, άρνηση  του ενάγοντος να την εισπράξει, δημόσια κατάθεση του ποσού και στη συνέχεια  επίδοσης αντιγράφου του γραμματίου παρακαταθήκης), έτσι ώστε δεν διασπάται  η ενότητα ενέργειας της καταγγελίας. Ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, επομένως,  με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και  συγκεκριμένα ότι η καταγγελία της εργασιακής σχέσης είναι άκυρη, επειδή η  καταβολή της αποζημίωσης δεν έγινε την ίδια ημέρα με την εγχείριση του  εγγράφου της καταγγελίας, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, οι παραδοχές της  προσβαλλόμενης απόφασης, γενικά για την καταγγελία, αλλά και ειδικότερα  αυτές, σύμφωνα με τις οποίες δικαιολογείται η κατά τρεις ημέρες καθυστέρηση  δημόσιας κατάθεσης της αποζημίωσης, περιέχουν σαφείς, επαρκείς και χωρίς  αντιφάσεις αιτιολογίες. Επομένως ο αυτός (τέταρτος) από τον αριθ. 19 του  άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος με τον οποίον πλήττεται η  προσβαλλομένη για έλλειψη νόμιμης βάσεως διότι "περιλαμβάνει ελλιπείς έως  και ανύπαρκτες αιτιολογίες ως προς την τεκμηρίωση του ευλόγου χρόνου",  πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο από την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20  Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας από λάθος  ανάγνωση του περιεχομένου αποδεικτικού εγγράφου, στο οποίο στήριξε  αποκλειστικώς ή κυρίως την κρίση του αποδίδει σε αυτό περιεχόμενο  διαφορετικό από το αληθινό. Αντίθετα δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο συνεκτιμά  απλώς τούτο με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος του  άρθρου 559 αριθ.11 περ. γ` Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας  δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και  προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών  τεκμηρίων. Κατά την έννοια του πιο πάνω άρθρου για την ίδρυση του λόγου  αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το  δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το  δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις  των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 Κ.Πολ.Δ.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, το Εφετείο  συνήγαγε το αποδεικτικό πόρισμα του ως προς το ύψος των κατά το χρόνο της  καταγγελίας αποδοχών του ήδη αναιρεσείοντος, βάσει των οποίων υπολόγισε το  ποσό της αποζημίωσης, στο ποσό των 2090,84 ευρώ, από την συνεκτίμηση του  συνόλου των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και οι προσκομισθείσες από  αυτόν αποδείξεις καταβολής, των οποίων γίνεται ειδική αναφορά στην απόφαση,  σχετικά με τον υπολογισμό των ποσών που εισέπραξε ο αναιρεσείων τους μήνες  Μάιο και Ιούνιο του έτους 2004. Δεν προκύπτει, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές  πληρωμής ταυτίζονται με τα από 30/9/2004 δύο έγγραφα, επιγραφόμενα ως  "βεβαίωση εργοδότη", που προσκομίζει ο αναιρεσείων, στην παραμόρφωση του  περιεχομένου των οποίων προέβη, κατά τις αιτιάσεις αυτού, η προσβαλλόμενη  απόφαση. Στις βεβαιώσεις αυτές, πλην άλλων, αναγράφονται, ως αποδοχές του  αναιρεσείοντος, στην βεβαίωση του μεν μηνός Μαΐου 2004 τα ποσά "1.087,68 και  1945,32", του δε μηνός Ιουνίου 2004 τα ποσά "1.133,00 και 931,32", χωρίς  άλλη διευκρίνιση. Από τη βεβαίωση, όμως, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη  απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν με επίκληση οι  διάδικοι σε συνδυασμό με όλο το περιεχόμενό της δεν καταλείπεται αμφιβολία  ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία  και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στο πιο πάνω πόρισμα του, χωρίς  να στηρίξει την κρίση του αποκλειστικώς ή κυρίως σ` αυτά.
Συνεπώς ο πέμπτος, από τις πιο πάνω διατάξεις, λόγος αναιρέσεως, και κατά  τα δύο αυτού μέρη, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, αφενός της  παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων ,και αφετέρου, ότι δεν  καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπόψη της η προσβαλλόμενη απόφαση και  τις βεβαιώσεις αυτές, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Για το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στο  δικαστήριο της ουσίας ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559  αριθ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον για την εφαρμογή του νόμου απαιτείται η υποβολή  αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να προτείνει την υποβολή αυτή στο Εφετείο  κατ` αρθρ. 562§2 ΚΠολΔ, και ν` αναγράφει αυτό στο αναιρετήριο. `Ετσι, στην  προκειμένη περίπτωση , για το παραδεκτό του έκτου, πρώτο μέρος, εκ του  άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρέσείων  αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση το σφάλμα ότι παραβιάσθηκαν οι  ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 648, 652, 656, 349 έως και 351 Α.Κ., 361  ΑΚ., αρθρ. 7 παρ. 1 ν. 2112/1920, 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949  διεθνούς σύμβασης για τη προστασία του ημερομισθίου, που κυρώθηκε με το  άρθρο πρώτο του Ν. 3248/1955 και δεν συνυπολογίστηκε το επίδομα κυλικείου  ύψους 39,35 ευρώ στις μικτές μηνιαίες αποδοχές του για το καθορισμό του  ύψους της αποζημίωσης, αν και το επίδομα αυτό διδόταν από την αναιρεσίβλητη  τακτικώς, σταθερώς και για μακρό χρονικό διάστημα, ώστε να αποτελεί πλέον  τμήμα των τακτικών αποδοχών του, θα πρέπει ο αναιρεσείων να είχε υποβάλει  ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση  της υποθέσεως, τα πραγματικά αυτά περιστατικά, με αίτημα τον συνυπολογισμό  και του επιδόματος αυτού στις μηνιαίες αποδοχές του για το καθορισμό του  ύψους της αποζημίωσης απολύσεως και να αναγράφει στο αναιρετήριο ότι έχει  προβεί σε τέτοια πρόταση. Oμως, ανεξαρτήτως του ότι ο αναιρεσείων δεν  διαλαμβάνει στην αίτησή του, ότι είχε ζητήσει από το δικαστήριο της ουσίας  τον πιο πάνω συνυπολογισμό, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των  δικογράφων της αγωγής και της εφέσεώς του, αναφέρεται μεν, αφηγηματικώς,  ότι στις τακτικές αυτού αποδοχές εμπεριεχόταν και το πιο πάνω, ύψους 39,35  ευρώ, επίδομα κυλικείου, (προκειμένου να στηρίξει το κονδύλιο της αγωγής του  που αφορούσε δεδουλευμένες αποδοχές, από το οποίο παραιτήθηκε), πλην όμως  δεν διαλαμβανόταν σαφής και ορισμένος ισχυρισμός ότι δεν συνυπολογίστηκε το  επίδομα αυτό στις μικτές μηνιαίες αποδοχές του για το καθορισμό του ύψους  της αποζημίωσης απολύσεως. Αντίθετα αυτός πρόβαλε, ως λόγο εφέσεως,  αποκλειστικά και μόνο ότι στο ύψος της αποζημίωσης απολύσεως δεν  συνυπολογίστηκε ο πραγματικός χρόνος προϋπηρεσίας του και ότι εξαιτίας του  μη συνυπολογισμού αυτού η γενόμενη καταγγελία ήταν άκυρη. Ειδικότερα, όπως  αναφέρει, άλλωστε, κατά λέξη, και ο ίδιος ο αναιρεσείων στην κρινόμενη  αίτησή του (στον περί ακυρότητας της καταγγελίας, ως καταχρηστικής, λόγο  αναιρέσεως) ".....όπως προκύπτει από την ένδικη αγωγή μου (άρθρο 561 παρ. 2  ΚΠολΔ), ζήτησα με αυτήν να κριθεί άκυρη η απόλυση μου από την αναιρεσίβλητη,  πρώτον, επειδή δεν μου καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση μου, εφ` όσον δεν  συνυπολογίστηκαν 9 έτη και 19 ημέρες προϋπηρεσίας που είχα συμπληρώσει στην  αναιρεσίβλητη, συνδεόμενος μ` αυτήν δήθεν με συμβάσεις έργου, δεύτερον,  επειδή η κατά τις προϋποθέσεις του νόμου δημόσια κατάθεση της αποζημίωσης  μου πραγματοποιήθηκε μετά τη παρέλευση σπουδαίου χρόνου και τρίτον ως  καταχρηστική".
Συνεπώς ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά την  έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης  βάσης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς  τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη  συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων  της διατάξεως που εφαρμόστηκε, ή περί της μη συνδρομής τούτων που αποκλείει  την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές  αιτιολογίες ως προς το χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και  έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Στην  προκειμένη περίπτωση, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, στην έφεση του  αναιρεσείοντος, επί τη οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε  προβληθεί ισχυρισμός ότι η αποζημίωση απολύσεως είχε υπολογισθεί εσφαλμένα  λόγω μη συνυπολογισμού του πιο πάνω επιδόματος κυλικείου, η αιτιολογία της  απόφασης ότι αυτό δε λαμβάνεται υπόψη στην υπολογισμό της αποζημίωσης, διότι  δεν αποτελεί μισθό, ως οικειοθελής παροχή του εργοδότη, δεν έχει ουσιώδη  επιρροή στη έκβαση της δίκης, αφού δεν αποτελεί αντικείμενο αυτής. Επομένως,  ο διαλαμβανόμενος στον αυτό (έκτο) από το άρ. 559 αρ.19 λόγο αναίρεσης,  δεύτερο μέρος, με τις αιτιάσεις ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει  ελλιπείς ή και ανύπαρκτες αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή  στην έκβαση της δίκης, ως προς την έννοια των οικειοθελών παροχών, είναι  απορριπτέος, ως αβάσιμος.
O λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται όταν το  δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε  υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της  δίκης. Ως πράγματα των οποίων η λήψη ή η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της  ουσίας ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, νοούνται οι  αυτοτελείς ισχυρισμοί, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεως τους,  θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή  αντενστάσεως, ως και οι λόγοι εφέσεως που περιέχουν παράπονα κατά της  πρωτοβάθμιας απόφασης. Αντίθετα δεν είναι πράγματα  ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη ή γενικά άρνηση της αγωγής ή  επιχειρήματα που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. 
Ειδικώς, για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, όταν αυτή στηρίζεται  σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνολικώς  εκτιμώμενα, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούμενο δικαίωμα,  καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγμα", που ασκεί ουσιώδη επιρροή  στην έκβαση της δίκης, εφόσον τα υπόλοιπα περιστατικά δεν αρκούν, χωρίς την  συνεκτίμηση και τούτου, για να κριθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος. 
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως από την ανωτέρω  διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. Β Κ.Πολ.Δ., προβάλλεται η αιτίαση ότι το  Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό, δηλαδή ότι η  καταγγελία της σύμβασης εργασίας, είναι καταχρηστική και διότι αποτελεί  "κύρωση" για τη διεκδίκηση νομίμων αξιώσεων του αναιρεσείοντος, για τις  αναφερόμενες στην αγωγή διαμαρτυρίες του για δυσμενή βλαπτική μεταβολή των  όρων της εργασίας του, που είχε ως συνέπεια αντίστοιχη μείωση των αποδοχών  του εκ μέρους της εργοδότριας αντιδίκου εταιρείας, ισχυρισμό τον οποίο ο ήδη  αναιρεσείων επανάφερε ως λόγο εφέσεως και με τις εφετειακές του προτάσεις.
Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα, ο αναιρεσείων με  την αγωγή του ζήτησε να κριθεί άκυρη η απόλυση του και για το λόγο ότι αυτή  ήταν καταχρηστική, όχι μόνο διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, αυτή έγινε  για λόγους εκδικήσεως, λόγω της συμμετοχής του στα ιδρυτικά μέλη του  σωματείου εργαζομένων της αναιρεσίβλητης, αλλά και διότι, όπως ανέφερε στο  δικόγραφο της αγωγής του, "η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου "αποτελεί  "κύρωση" για τη διεκδίκηση νομίμων αξιώσεων μου, για τις διαμαρτυρίες μου  για δυσμενή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας μου που είχε ως συνέπεια,  την αντίστοιχη μείωση των αποδοχών μου εκ μέρους της εργοδότριας εταιρείας",  εκθέτοντας στη συνέχεια λεπτομερώς τους τρόπους και τους λόγους των  διαμαρτυριών αυτών. Μετά την απόρριψη και της βάσεως αυτής της αγωγής του, ο  αναιρεσείων επανέφερε τους ισχυρισμούς του αυτούς, παραπονούμενος, με τον  σχετικό λόγο της εφέσεώς του, για το ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν  εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις κρίνοντας ότι η καταγγελία της συμβάσεως δεν  έγινε από λόγους εκδικήσεως, εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δράσεως και  της διεκδίκησης των νομίμων εργασιακών δικαιωμάτων του, αλλά ότι έγινε, λόγω  της αναφερόμενης στην απόφαση αντισυμβατικής συμπεριφοράς του  αναιρεσείοντος. Το Εφετείο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς με την εξής  αιτιολογία: "....Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι από τον Απρίλιο του 2004 άρχισαν  να εμφανίζονται προβλήματα στην εργασιακή σχέση των διαδίκων. Ειδικότερα, η  εφεσίβλητη αποφάσισε να προωθήσει και άλλους τρόπους είσπραξης των  ασφαλίστρων, μέσω ταχυπληρωμής, πιστωτικής κάρτας πελατών και τραπεζικού  λογαριασμού πελατών. Ο εκκαλών ήταν αντίθετος στην εφαρμογή αυτού του  προγράμματος και την αντίθεση του αυτή εξέφραζε και σε πελάτες της  εφεσίβλητης, μερικές φορές δε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αρνήθηκε την  είσπραξη των ασφαλίστρων όπως π.χ. από τον Ζ και τον Ω (βλ. ιδιόχειρα  σημειώματα του εκκαλούντος από 22.4.2004 και 9.7.2004 προς την εφεσίβλητη).
Η συμπεριφορά αυτή του εκκαλούντος είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί σύγχυση  μεταξύ των πελατών και της εταιρίας ως προς την υλοποίηση του προγράμματος  αυτού, με συνέπεια η εφεσίβλητη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του  εκκαλούντος. Εν όψει των περιστατικών αυτών, η καταγγελία της σύμβασης δεν  υπερβαίνει τα όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή  οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ούτε εξάλλου αποδείχθηκε ότι η  καταγγελία έγινε από λόγους εμπάθειας ή εκδίκησης στο πρόσωπο του  εκκαλούντος, από τη συμμετοχή του τελευταίου στα ιδρυτικά μέλη του σωματείου  των εργαζομένων". Ετσι, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως ερεύνησε τον  αγωγικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η απόλυση αυτού από την  αναιρεσείουσα οφείλεται σε λόγους εκδίκησης στο πρόσωπο του εκκαλούντος  εξαιτίας της διεκδίκησης των νομίμων εργασιακών δικαιωμάτων του, αλλά όπως  ρητώς αναφέρεται σε αυτήν, ερεύνησε μόνο ότι η απόλυσή του δεν οφείλεται σε  λόγους εκδίκησης εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δράσεως. Επομένως, ο  λόγος αυτός είναι βάσιμος, και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η  προσβαλλομένη απόφαση, ως προς το μέρος που απέρριψε την αγωγή κατά την  στηριζόμενη στην ακυρότητα της καταγγελίας της ένδικης συμβάσεως εργασίας  βάση της, λόγω καταχρηστικής άσκησης αυτής από την αναιρεσείουσα και να  παραπεμφθεί, κατά τούτο, η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατ` εφαρμογή  της διάταξης του άρθρου 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ, στο ίδιο δικαστήριο, αφού  είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2352/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενα στο  σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω  εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από  εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. 
Και  
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα  οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19  Ιανουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου