Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» ΤΟΥ ΥΠΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΤΕΛΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ 11.02.2010)

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

Α΄ ΜΕΡΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΑΡΘΡΟ 1
Ειδικές μορφές απασχόλησης

H παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 2639/98 (ΦΕΚ 205 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

1. Η μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για τρεις (3) συνεχείς μήνες.

ΑΡΘΡΟ 2
Μερική απασχόληση

Το άρθρο 38 του ν. 1892/90 (ΦΕΚ 101 Α΄) όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 2 του ν. 2639/98 (ΦΕΚ205 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως :

1. Κατά τη σύσταση τη σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορεί με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική ( μερική απασχόληση). Η συμφωνία, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.

2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται ως:
α) «εργαζόμενος μερικής απασχόλησης», κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση.
β) «συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση», κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες . Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν.

3. Επίσης, κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής.
Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.
Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγουμένου εδαφίου.
Σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνον εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του π.δ. 240/06 (ΦΕΚ 252 Α΄) και του ν. 1767/88 (ΦΕΚ 63 Α΄).
Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.

4. Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων, για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται κατά σειρά προτεραιότητας :
α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητά τους.
β) οι εκπρόσωποι των υφιστάμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης.
γ) το συμβούλιο εργαζομένων.
δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, η ενημέρωση και διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με γενική ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης.

5. Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων, β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη, γ) το χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπο αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης.
Σε εποχικές ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις, κατά την παρ. 1 του παρόντος, γίνονται για ημερήσια ή εβδομαδιαία περίοδο εργασίας.

6. Σε κάθε περίπτωση, η απασχόληση κατά την Κυριακή ή άλλη ημέρα αργίας, ως και η νυκτερινή εργασία συνεπάγεται την καταβολή της νόμιμης προσαύξησης.

7. Σε περίπτωση που η μερική απασχόληση έχει καθοριστεί με ημερήσιο ωράριο μικρότερης διάρκειας από το κανονικό, η παροχή της συμφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολούμενων πρέπει να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μία φορά την ημέρα.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στους οδηγούς αυτοκινήτων μεταφοράς μαθητών, νηπίων και βρεφών και στους συνοδούς αυτών που εργάζονται στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια , στους παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς και στα νηπιαγωγεία, καθώς επίσης και στους καθηγητές που εργάζονται στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών και μέσης εκπαίδευσης.

8. Καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη αποδοχής από το μισθωτό εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση είναι άκυρη.

9. Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης. Εφόσον το ωράριο απασχόλησής τους είναι μικρότερο των τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως, οι αποδοχές των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών προσαυξάνονται κατά επτάμισι τοις εκατό (7.5%).

10. Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του α.ν.539/1945, όπως ισχύει.

11. Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του δεν αντίκειται στην καλή πίστη. Σε περίπτωση παροχής εργασίας πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση 10% .
Ο μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, όταν η μερική απασχόληση λαμβάνει χώρα κατά πάγιο τρόπο.

12. Ο πλήρως απασχολούμενος σε επιχειρήσεις πλέον των 20 ατόμων, έχει δικαίωμα μετά τη συμπλήρωση ενός ημερολογιακού έτους εργασίας να ζητήσει τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση, με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση, εκτός αν η άρνηση του εργοδότη δικαιολογείται από τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Ο εργαζόμενος στην αίτησή του πρέπει να προσδιορίζει τη διάρκεια της μερικής απασχόλησης και το είδος. Αν ο εργοδότης δεν απαντήσει εγγράφως εντός μηνός θεωρείται ότι το αίτημα του εργαζόμενου έχει γίνει δεκτό.

13. Ο μερικώς απασχολούμενος, επί προσφοράς εργασίας με ίσους όρους από μισθωτούς της ίδιας κατηγορίας, έχει δικαίωμα προτεραιότητας για πρόσληψη σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση. Ο χρόνος της μερικής απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος προϋπηρεσίας όπως και για το συγκρίσιμο εργαζόμενο. Για τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας αυτής, μερική απασχόληση που αντιστοιχεί στον κανονικό (νόμιμο ή συμβατικό) ημερήσιο χρόνο του συγκρίσιμου εργαζόμενου αντιστοιχεί σε μία ημέρα προϋπηρεσίας.

14. Στους εργαζόμενους που καλύπτονται από σύμβαση ή σχέση εργασίας με μερική απασχόληση παρέχονται:
α) Δυνατότητες συμμετοχής στις δραστηριότητες της επαγγελματικής κατάρτισης που εφαρμόζει η επιχείρηση υπό συνθήκες ανάλογες με εκείνες που αφορούν τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου.
β) Οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες που υπάρχουν στη διάθεση των άλλων εργαζόμενων στην επιχείρηση.

15. Ο εργοδότης ενημερώνει τους εκπροσώπους των εργαζόμενων για τον αριθμό των απασχολούμενων με μερική απασχόληση σε σχέση με την εξέλιξη του συνόλου των εργαζόμενων, καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψης εργαζόμενων με πλήρη απασχόληση.

16. Με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας επιτρέπεται η συμπλήρωση ή τροποποίηση των ρυθμίσεων των προηγούμενων παραγράφων.

17. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για τους μερικώς απασχολούμενους όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

18. Η κατά το παρόν άρθρο μερική απασχόληση με σχέση ιδιωτικού δικαίου επιτρέπεται και στις δημόσιες επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται από το άρθρο 14 του ν. 2190/1994(ΦΕΚ 28 Α΄) όπως ισχύει, με εξαίρεση το Δημόσιο, τους ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού και τα Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και τους φορείς για τους οποίους η μερική απασχόληση προβλέπεται από ειδικούς νόμους ή από διατάξεις κανονισμών που έχουν κυρωθεί με νόμο ή έχουν ισχύ νόμου.
Για την κατά το παρόν άρθρο μερική απασχόληση σε επιχειρήσεις , οργανισμούς και φορείς του προηγούμενου εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄), όπως ισχύει, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου για την αντιμετώπιση εκτάκτων ή επειγουσών αναγκών συμφωνείται με σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών μερική απασχόληση που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις (4) ώρες ημερησίως. Στην τελευταία περίπτωση η σχετική προκήρυξη αποστέλλεται πριν από τη δημοσίευσή της στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο οφείλει να ελέγξει αυτήν από άποψη νομιμότητας μέσα σε δέκα (10) ημέρες. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη του ΑΣΕΠ.
Οι ανωτέρω συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη έκτακτων ή επειγουσών αναγκών λήγουν αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειάς τους, χωρίς να απαιτείται προς τούτο καμία άλλη διατύπωση και απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη η για οποιονδήποτε λόγο ανανέωσή τους ή μετατροπή τους σε σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.

ΑΡΘΡΟ 3
Ρυθμίσεις θεμάτων Προσωρινής απασχόλησης

Α. Το άρθρο 20 του ν.2956/01 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως :
«Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης

1. Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης είναι οι εταιρείες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από μισθωτούς τους σε άλλον εργοδότη (έμμεσο εργοδότη) με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης.

2. Ως προσωρινή απασχόληση νοείται η εργασία, η οποία παρέχεται σε άλλον εργοδότη (έμμεσος εργοδότης) για περιορισμένο χρονικό διάστημα από μισθωτό, ο οποίος συνδέεται με τον εργοδότη του (άμεσος εργοδότης) με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου και επιτρέπεται μόνον υπό τους όρους και προϋποθέσεις των διατάξεων του παρόντος.

3. Οι Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης έχουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του εργοδότη κατά τις κείμενες διατάξεις.

4. Η παραχώρηση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο για συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούνται από έκτακτες, πρόσκαιρες και εποχιακές ανάγκες.

5. Οι Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται να ασκούν τις ακόλουθες δραστηριότητες : α) μεσολάβηση για εξεύρεση θέσεως εργασίας. Για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής απαιτείται ειδική άδεια, η οποία χορηγείται κατά τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις του π.δ 160/1999 (ΦΕΚ 157 Α’ ), όπως εκάστοτε ισχύει, β) αξιολόγηση ή και κατάρτιση ανθρωπίνου δυναμικού, εφόσον πληρούν τα οριζόμενα από τις κείμενες διατάξεις.»

Β. Το άρθρο 22 του ν.2956/01 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Κατοχύρωση Εργασιακών Δικαιωμάτων των Προσωρινά Απασχολούμενων

1. Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η σύμβαση συνάπτεται μεταξύ της Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης (άμεσος εργοδότης) και του μισθωτού και σε αυτήν πρέπει απαραιτήτως να αναφέρονται οι όροι εργασίας και η διάρκειά της, οι όροι παροχής της εργασίας στον ή στους έμμεσους εργοδότες, οι όροι αμοιβής και ασφάλισης του μισθωτού, οι λόγοι της παραχώρησης του εργαζομένου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο, κατά την καλή πίστη και τις περιστάσεις, πρέπει να γνωρίζει ο μισθωτός αναφορικά με την παροχή της εργασίας του.

2. Οι όροι εργασίας των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας προσωρινής απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων και των αποδοχών, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους στον έμμεσο εργοδότη είναι αυτοί που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απ’ ευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.
Οι αποδοχές του μισθωτού που δεν παρέχει εργασία σε έμμεσο εργοδότη δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Εάν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης αυτής δεν είναι δυνατή η μνεία του συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη ή ο προσδιορισμός του χρόνου, που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του ο μισθωτός, θα πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρεται στη σύμβαση το πλαίσιο των όρων και συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη, με το οποίο συμφωνεί ο μισθωτός. Για την απασχόληση του μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη απαγορεύεται οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση του μισθωτού.

3. Οι προσωρινά απασχολούμενοι ενημερώνονται για τις τυχόν κενές θέσεις εργασίας στον έμμεσο εργοδότη προκειμένου να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους άλλους εργαζόμενους της επιχείρησης για να προσληφθούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να πραγματοποιείται με γενική ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους (έμμεσο εργοδότη). Επίσης ο έμμεσος εργοδότης υποχρεούται να ενημερώνει τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τον αριθμό των προσωρινά απασχολούμενων σε σχέση με την εξέλιξη του συνόλου των εργαζόμενων, καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψής τους απευθείας από αυτόν.

4. Στους εργαζόμενους μέσω ΕΠΑ σε έμμεσο εργοδότη παρέχονται με τους ίδιους όρους που ισχύουν οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες, ιδίως δε στα κυλικεία, στους παιδικούς σταθμούς και τα μεταφορικά μέσα, που υπάρχουν στη διάθεση των άμεσα εργαζομένων στον έμμεσο εργοδότη εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση.

5. Απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο μετά την σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους.

6. Η διάρκεια της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από δώδεκα μήνες περιλαμβανομένων και των ανανεώσεων, οι οποίες γίνονται με έγγραφο τύπο. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η υπέρβαση της διάρκειας αυτής με μέγιστο όριο τους 18 μήνες, σε περίπτωση αναπλήρωσης μισθωτού του οποίου η σύμβαση για οποιοδήποτε λόγο είναι σε αναστολή. Σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων που τίθενται από την παρούσα παράγραφο, επέρχεται μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη.

7. Σε περίπτωση συνέχισης της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη μετά τη λήξη της διάρκειάς της και της τυχόν ανανέωσής της με σύναψη νέας σύμβασης εργασίας, χωρίς να μεσολαβεί χρονικό διάστημα σαρανταπέντε (45) (ημερολογιακών) ημερών, θεωρείται ότι πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ του μισθωτού και του έμμεσου εργοδότη. Δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου εργαζόμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις όταν απασχολούνται σε ολιγοήμερες κοινωνικές εκδηλώσεις.

8. Οποιαδήποτε ρήτρα με την οποία άμεσα ή έμμεσα απαγορεύεται ή παρεμποδίζεται η μόνιμη απασχόληση του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού θεωρείται άκυρη και δεν επιφέρει οποιαδήποτε σε βάρος του ή σε βάρος του έμμεσου εργοδότη έννομη συνέπεια.

9. ΄Ακυρη θεωρείται οποιαδήποτε ρήτρα με την οποία άμεσα ή έμμεσα παρεμποδίζονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα του μισθωτού ή παραβλάπτονται τα ασφαλιστικά του δικαιώματα.

10. Με σύμβαση, που συνάπτεται εγγράφως μεταξύ της Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης και του έμμεσου εργοδότη, ορίζονται ειδικότερα τα του τρόπου αμοιβής και ασφάλισης του εργαζόμενου για το χρόνο που ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του στον έμμεσο εργοδότη, όπως και οι λόγοι της παραχώρησης του εργαζομένου. Ο έμμεσος εργοδότης πρέπει να προσδιορίζει, πριν τεθεί στη διάθεσή του ο εργαζόμενος με τη σύμβαση, τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα ή ικανότητες, την ειδική ιατρική παρακολούθηση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προς κάλυψη θέσης εργασίας. Οφείλει επίσης να διευκρινίζει τους μεγαλύτερους ή ιδιαίτερους κινδύνους, που έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη εργασία. Τα στοιχεία αυτά υποχρεωτικά γνωστοποιούνται στους μισθωτούς από την Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης.

11. Η Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης και ο έμμεσος εργοδότης είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος υπεύθυνοι έναντι του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού με σύμβαση ή σχέση εργασίας για την ικανοποίηση των μισθολογικών δικαιωμάτων του και για την καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών. Η ευθύνη αυτή του έμμεσου εργοδότη αναστέλλεται, εφόσον με τη σύμβαση προβλέπεται ότι υπόχρεος για την καταβολή των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών είναι ο άμεσος εργοδότης και τα μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού μπορούν να ικανοποιηθούν από την κατάπτωση των κατά το άρθρο 23 εγγυητικών επιστολών ( επικουρική ευθύνη έμμεσου εργοδότη).

12. Οι μισθωτοί με σύμβαση ή σχέση προσωρινής απασχόλησης απολαμβάνουν όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία το ίδιο επίπεδο προστασίας με αυτό που παρέχεται στους άλλους εργαζόμενους του έμμεσου εργοδότη. Ο έμμεσος εργοδότης, με την επιφύλαξη συμβατικής πρόβλεψης για συνευθύνη σωρευτικά και της Εταιρίας Προσωρινής Απασχόλησης, είναι υπεύθυνος για τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτελείται η εργασία του μισθωτού και για το εργατικό ατύχημα.

13. Οι προσωρινά απασχολούμενοι μισθωτοί , για όσο χρόνο παραμένουν στη διάθεση της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, καθώς και κατά τη διάρκεια της απασχόλησης τους σε έμμεσο εργοδότη υπάγονται στον κλάδο παροχών ασθενείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και στον επικουρικό φορέα ΕΤΕΑΜ, με εξαίρεση τα πρόσωπα που λόγω της ιδιότητάς τους ασφαλίζονται σε κλάδους άλλου κύριου ή επικουρικού φορέα.»

Γ. Το άρθρο 24 του ν.2956/01 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως :
«Απαγόρευση προσωρινής απασχόλησης

Η απασχόληση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης δεν επιτρέπεται:
α) όταν με αυτήν αντικαθίστανται εργαζόμενοι που ασκούν το δικαίωμα της απεργίας.
β) όταν ο έμμεσος εργοδότης το προηγούμενο εξάμηνο είχε πραγματοποιήσει απολύσεις εργαζομένων της ίδιας ειδικότητας για οικονομοτεχνικούς λόγους ή το προηγούμενο δωδεκάμηνο ομαδικές απολύσεις.
γ) όταν ο έμμεσος εργοδότης υπάγεται στις διατάξεις του ν.2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄) ή στις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 1 του ν.2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α΄), όπως ισχύουν.
δ) Όταν η εργασία, λόγω της φύσης της, εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Οι εργασίες αυτές καθορίζονται με Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΣΥΑΕ) που ορίζεται στο άρθρο 15 του ν. 1568/85 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» ( ΦΕΚ 177 Α΄) όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
ε) Όταν ο απασχολούμενος υπάγεται στις ειδικές διατάξεις περί ασφαλίσεων εργατοτεχνιτών οικοδόμων.»

Δ. Το άρθρο 25 του ν.2956/01 (ΦΕΚ 258 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Κυρώσεις

1.Για κάθε παράβαση των διατάξεων των άρθρων του παρόντος κεφαλαίου επιβάλλεται από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σε βάρος του παραβάτη πρόστιμο, το οποίο κυμαίνεται από δύο χιλιάδες εννιακόσια τριάντα έξι (2.936) ευρώ μέχρι είκοσι εννέα χιλιάδες τριακόσια εξήντα (29.360) ευρώ ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης. Για την επιβολή του προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205Α΄), όπως αντικαθίστανται με το άρθρο 11 του παρόντος νόμου και όπως εκάστοτε ισχύουν.

2.Οι ποινές της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται και στην περίπτωση λειτουργίας επιχείρησης ομίλου με κύριο σκοπό την διάθεση εργαζομένων σε άλλη επιχείρηση του ομίλου .»

Ε. Μεταβατική Διάταξη

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου κατά το μέρος που επιφέρουν τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε συμβάσεις παραχώρησης ή ανανεώσεις συμβάσεων παραχώρησης, που συνάπτονται μετά την θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου.

ΑΡΘΡΟ 4
Διαθεσιμότητα μισθωτών

Το άρθρο 10 του Ν. 3198/55 (ΦΕΚ 98 Α΄), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 206/74 (ΦΕΚ 362 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως :

1. Οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις, σε περίπτωση περιορισμού της οικονομικής τους δραστηριότητας, δύνανται, αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να θέτουν εγγράφως σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους η οποία δεν μπορεί να υπερβεί στο σύνολο τους τρεις μήνες ετησίως, μόνον εφόσον προηγουμένως προβούν σε διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του π.δ. 240/06 (ΦΕΚ 252 Α΄) και του ν. 1767/88 (ΦΕΚ 63 Α΄).
Σε περίπτωση που στην επιχείρηση δεν υπάρχουν εκπρόσωποι εργαζομένων για λόγους που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά τους, η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με γενική ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Σε περίπτωση εξάντλησης του τριμήνου, προκειμένου να τεθεί εκ νέου ο ίδιος εργαζόμενος σε διαθεσιμότητα απαιτείται και η παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στις οικείες Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ με οποιοδήποτε τρόπο τη σχετική δήλωση περί διαθεσιμότητας, μέρους ή του συνόλου, του προσωπικού του.

2. Για τη θέση των μισθωτών σε διαθεσιμότητα στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις κοινής ωφελείας που απασχολούν περισσότερους από πέντε χιλιάδες μισθωτούς, απαιτείται έγκριση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που χορηγείται με αίτηση του εργοδότη, μετά τη γνώμη της Ολομελείας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Εάν εντός μηνός από την υποβολή της αίτησης στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, δεν αποφανθεί ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο εργοδότης μπορεί και χωρίς έγκριση να θέσει σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς, τηρώντας την διαδικασία και τις προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου.

3. Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις της προηγούμενης παραγράφου που θέτουν σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, υποχρεούνται στην καταβολή πλήρων αποδοχών, έστω και αν οι μισθωτοί, αποδέχθηκαν τη διαθεσιμότητα και δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους.

ΑΡΘΡΟ 5
Τηλεργασία

1. Ο εργοδότης σε περίπτωση σύναψης σύμβασης ή σχέσης εργασίας για τηλεργασία, υποχρεούται να παραδίδει γραπτώς στον εργαζόμενο, εντός οκτώ (8) ημερών, το σύνολο των πληροφοριών που αναφέρονται στην εκτέλεση της εργασίας και ειδικότερα ως προς την ιεραρχική σύνδεση με τους προϊσταμένους του στην επιχείρηση, τα λεπτομερή καθήκοντά του, τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, τον τρόπο μέτρησης του χρόνου εργασίας, την αποκατάσταση του κόστους που προκαλείται από την παροχή της (τηλεπικοινωνίες, εξοπλισμός, βλάβες συσκευών κλπ). Σε περίπτωση συμφωνίας για τηλε-ετοιμότητα ορίζονται τα χρονικά της όρια και οι προθεσμίες ανταπόκρισης του μισθωτού.

2. Σε περίπτωση μετατροπής κανονικής εργασίας σε τηλεργασία, καθορίζεται στη συμφωνία αυτή μια περίοδος προσαρμογής τριων (3) μηνών, κατά την οποία οποιοδήποτε από τα μέρη, μετά από τήρηση προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, μπορεί να θέσει τέλος στην τηλεργασία και ο μισθωτός να επιστρέψει στην εργασία του σε αντίστοιχη θέση με αυτήν που κατείχε.

3. Ο εργοδότης αναλαμβάνει σε κάθε περίπτωση το κόστος που προκαλείται στο μισθωτό από τη μορφή αυτή εργασίας και ειδικότερα των τηλεπικοινωνιών. Επίσης παρέχει στο μισθωτό τεχνική υποστήριξη για την παροχή της εργασίας του και αναλαμβάνει να αποκαταστήσει τις δαπάνες επισκευής των συσκευών που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεσή της ή να τις αντικαταστήσει σε περίπτωση βλάβης. Η υποχρέωση αυτή αφορά και στις συσκευές που ανήκουν στο μισθωτό, εκτός εάν στην σύμβαση ή τη σχέση εργασίας ορίζεται διαφορετικά. Στην σύμβαση ή σχέση εργασίας ορίζεται επίσης ο τρόπος χρηματικής αποκατάστασης εκ μέρους του εργοδότη της χρησιμοποίησης του οικιακού χώρου εργασίας του μισθωτού. Με συλλογικές συμβάσεις προσδιορίζονται επίσης ειδικότερα πλαίσια για τη ρύθμιση του ίδιου ζητήματος.

4. Ο εργοδότης, το αργότερο εντός δύο μηνών από τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, πληροφορεί γραπτώς τον τηλεργαζόμενο για το πρόσωπο και για τα στοιχεία επικοινωνίας των εκπροσώπων του προσωπικού στην επιχείρηση.

Άρθρο 6
Θέματα αδείας

Το άρθρο 8 του Ν. 549/1977 (ΦΕΚ 55Α΄) κατά το μέρος που κύρωσε το άρθρο 7 της από 26-01-77 ΕΓΣΣΕ (ΦΕΚ 60Β΄), τροποποιείται ως ακολούθως :

« Άρθρο 7
Κατάτμηση Αδείας

Επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δυο περιόδους, εξ αιτίας ιδιαιτέρως σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μετά από έγκριση της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δε δύναται να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών.

Επιτρέπεται επίσης, η κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δύο περιόδων, , από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον οικείο εργοδότη. Η αίτηση αυτή δεν απαιτεί έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του Σ.Ε.Π.Ε., διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε έτη και πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας που ασκούν την εποπτεία και τον έλεγχο της Εργατικής νομοθεσίας.

Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής διέπονται κατά τα λοιπά, από όλες τις διατάξεις της νομοθεσίας για την άδεια.»

Άρθρο 7
Διευθέτηση του χρόνου εργασίας

Το άρθρο 41 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205Α΄), τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 2874/2000 (ΦΕΚ 286 Α΄) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.3385/2005 (ΦΕΚ 210Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως :

1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, επιτρέπεται για μία χρονική περίοδο (περίοδος αυξημένης απασχόλησης) ο εργαζόμενος να απασχολείται δύο (2) ώρες την ημέρα επιπλέον των οκτώ (8) ωρών, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπλέον των σαράντα (40) (ή του μικρότερου συμβατικού ωραρίου) ώρες εργασίας την εβδομάδα αφαιρούνται από τις ώρες εργασίας μιας άλλης χρονικής περιόδου (περίοδος μειωμένης απασχόλησης). Αντί της παραπάνω μειώσεως των ωρών εργασίας, επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή συνδυασμός μειωμένων ωρών και ημερών αναπαύσεως. Το χρονικό διάστημα των περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης δεν υπερβαίνει συνολικά τους τέσσερις (4) μήνες κατά ημερολογιακό έτος (περίοδος αναφοράς).
Η σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια επιπλέον απασχόληση παρέχεται από τον εργαζόμενο υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6, εφόσον η επιχείρηση εμφανίζει σώρευση εργασίας που οφείλεται είτε στη φύση, στο είδος ή στο αντικείμενο των εργασιών της είτε σε ασυνήθεις ή απρόβλεπτους λόγους.
Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της επιπλέον αυτής εργασίας, αν δεν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη (659 ΑΚ). Η άρνηση του εργαζομένου να παράσχει την επιπλέον εργασία δεν συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
Οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων έχουν πλήρη εφαρμογή και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Κατά τη διευθέτηση ο μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας κατά την περίοδο του τετραμήνου (περίοδος αναφοράς), μη συμπεριλαμβανομένης της υπερεργασίας και των νόμιμων υπερωριών της περιόδου μειωμένης απασχόλησης, παραμένει στις σαράντα (40) ώρες ή, εάν εφαρμόζεται μικρότερο συμβατικό ωράριο, παραμένει στον αριθμό ωρών του μικρότερου αυτού ωραρίου, ενώ, συμπεριλαμβανομένων των ανωτέρω ωρών υπερεργασίας και νόμιμων υπερωριών, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48) ώρες.

2. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, εφόσον η επιχείρηση εμφανίζει σώρευση εργασίας που οφείλεται είτε στη φύση, στο είδος ή στο αντικείμενο των εργασιών της είτε σε ασυνήθεις ή απρόβλεπτους λόγους, επιτρέπεται, αντί της κατά την προηγούμενη παράγραφο διευθέτησης, να συμφωνείται, υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6, ότι μέχρι διακόσιες πενήντα έξι (256) ώρες εργασίας από το συνολικό χρόνο απασχόλησης εντός ενός (1) ημερολογιακού έτους, κατανέμονται με αυξημένο αριθμό ωρών σε ορισμένες χρονικές περιόδους, που δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις τριάντα δύο (32) εβδομάδες ετησίως και με αντιστοίχως μειωμένο αριθμό ωρών κατά το λοιπό διάστημα του ημερολογιακού έτους.
Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της επιπλέον αυτής εργασίας , αν δεν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνηση του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη (659 ΑΚ). Η άρνηση του εργαζομένου να παράσχει την επιπλέον εργασία δεν συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
Οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων πρέπει να τηρούνται και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Κατά τη διευθέτηση ο μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας ετησίως (περίοδος αναφοράς), μη συμπεριλαμβανομένης της υπερεργασίας και των νόμιμων υπερωριών της περιόδου μειωμένης απασχόλησης, παραμένει στις σαράντα (40) ώρες ή, εάν εφαρμόζεται μικρότερο συμβατικό ωράριο, παραμένει στον αριθμό ωρών του μικρότερου αυτού ωραρίου, ενώ συμπεριλαμβανομένων των ανωτέρω ωρών υπερεργασίας και νόμιμων υπερωριών, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48) ώρες.

3. Κατά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο, αντί μειώσεως των ωρών εργασίας, προς αντιστάθμιση των πρόσθετων ωρών που εργάσθηκε κατά την περίοδο αυξημένου ωραρίου, ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή ανάλογη προσαύξηση της ετήσιας άδειας με αποδοχές ή συνδυασμός μειωμένων ωρών και ημερών αναπαύσεως ή ημερών αδείας.

4. Η καταβαλλόμενη αμοιβή κατά το χρονικό διάστημα της διευθέτησης των παραγράφων 1 και 2 είναι ίση με την αμοιβή για εργασία σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, εφόσον στην επιχείρηση ισχύει εβδομαδιαίο ωράριο σαράντα (40) ωρών. Αν στην επιχείρηση ισχύει εβδομαδιαίο ωράριο μικρότερο των σαράντα (40) ωρών, η καταβαλλόμενη κατά το χρονικό διάστημα της διευθέτησης αμοιβή είναι ίση με την αμοιβή που προβλέπεται για το εβδομαδιαίο αυτό ωράριο.

5. α. Κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης των παραγράφων 1 και 2 η ημερήσια απασχόληση του εργαζομένου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις δέκα (10) ώρες. Στις υπερβάσεις του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου μέχρι το ανώτατο όριο των δέκα (10) ωρών, καθώς και στις υπερβάσεις των σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3385/2005 (ΦΕΚ 210 Α΄).
β. Κατά την περίοδο της μειωμένης απασχόλησης των παραγράφων 1 και 2, η υπέρβαση του συμφωνηθέντος μειωμένου εβδομαδιαίου ωραρίου, η οποία επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, αντιμετωπίζεται ως εξής :
Οι πρώτες πέντε (5) ώρες υπερβάσεως για τους απασχολουμένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και οι πρώτες οκτώ (8) ώρες υπερβάσεως για τους απασχολουμένους με το σύστημα της εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας θεωρούνται υπερεργασία και αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%.
Οι ώρες υπερβάσεως πέραν των πέντε (5) πρώτων ή των οκτώ (8) πρώτων, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, θεωρούνται ώρες υπερωρίας. Εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις νομιμότητας των υπερωριών, κάθε ώρα υπερβάσεως πέραν των πέντε (5) ή οκτώ (8) πρώτων ωρών αποτελεί νόμιμη υπερωρία και αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, άλλως αποτελεί κατ’ εξαίρεση υπερωρία και αποζημιώνεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%.

6. Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας των παραγράφων 1 και 2 καθορίζεται με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή με συμφωνίες του εργοδότη και του επιχειρησιακού σωματείου ή του εργοδότη και του συμβουλίου των εργαζομένων ή του εργοδότη και των ενώσεων προσώπων της επόμενης παραγράφου.

7. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ένωση προσώπων αρκεί να έχει συσταθεί από πέντε (5) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφόσον η επιχείρηση απασχολεί είκοσι (20) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των σχετικών διατάξεων του Ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79Α΄). Σε επιχειρήσεις που δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο ή συμβούλιο εργαζομένων ή ένωση προσώπων της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Ν.1264/1982 (ΦΕΚ 79Α΄), όπως ισχύει, ή απασχολούν λιγότερους από είκοσι (20) εργαζόμενους, η συμφωνία διευθέτησης του χρόνου εργασίας γίνεται μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας, το θέμα μπορεί να παραπέμπεται από τον ενδιαφερόμενο στις υπηρεσίες μεσολάβησης και διαιτησίας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.) κατά τις διατάξεις του Ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27Α΄), όπως ισχύει, και των προεδρικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή του.

8. Με επιχειρησιακές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορεί να καθορίζεται άλλο σύστημα διευθέτησης χρόνου εργασίας, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κλάδου ή της επιχείρησης, τηρουμένων των οικείων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.

9. Αν για οποιονδήποτε λόγο, ιδίως εξαιτίας παραίτησης ή απόλυσης του εργαζομένου, δεν εφαρμόζεται ή δεν ολοκληρώνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, έχουν πλήρη εφαρμογή όλες οι προστατευτικές διατάξεις που καθορίζουν τις συνέπειες της υπερβάσεως του ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας.

10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και για : α) εποχιακές επιχειρήσεις και β) εργαζομένους με σύμβαση εργασίας διάρκειας μικρότερης του ενός (1) έτους.

11. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται ο τρόπος κατάθεσης των συμφωνιών, η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης αυτών, η τηρούμενη διαδικασία, καθώς και κάθε λεπτομέρεια, που αφορά την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

12. Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 2602/1998 (ΦΕΚ 83 Α΄) ή άλλων ειδικών νόμων, που αποσκοπούν στην εξυγίανση φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Άρθρο 8
Εργασία την έκτη μέρα της εβδομάδος κατά παράβαση του πενθημέρου

Η εργασία που παρέχεται την έκτη μέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξαρτήτως από τις προβλεπόμενες κυρώσεις , αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%.

Άρθρο 9
Αρμοδιότητες του Σ.ΕΠ.Ε – Κυρώσεις

Οι περ. ζ΄ η΄ και ιδ΄ της παρ. 1 του άρθ. 7 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄) αντικαθίστανται ως ακολούθως :

ζ. Να έχει πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης, καθώς και στη δομή της παραγωγικής διαδικασίας. Στον εργοδότη που αρνείται την κατά το προηγούμενο εδάφιο πρόσβαση επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περ. α΄ της παρ.1 του άρθρου 16, του ιδίου νόμου, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 11 του παρόντος και ισχύει κάθε φορά.
η. Να λαμβάνει γνώση οποιουδήποτε από τα τηρούμενα βιβλία, μητρώα, έγγραφα και κάθε άλλου είδους στοιχείου της επιχείρησης, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα. Στον εργοδότη που αρνείται την παροχή στοιχείων και πληροφοριών σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περ. α΄ της παρ.1 του άρθρου 16, του ιδίου νόμου, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 11 του παρόντος και ισχύει κάθε φορά.
ιδ. Να παρεμβαίνει συμφιλιωτικά για την επίλυση των αναφυόμενων ατομικών ή συλλογικών διαφορών εργασίας. Ο εργοδότης υποχρεούται να παρίσταται κατά τη διαδικασία επίλυσης των ανωτέρω διαφορών εργασίας, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω του νομίμου εκπροσώπου του ή άλλου εξουσιοδοτημένου τρίτου. Σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης δεν παρασταθεί, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της περ. α΄ της παρ.1 του άρθρου 16, του ιδίου νόμου, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 11 του παρόντος και ισχύει κάθε φορά.

Άρθρο 10
Υποβολή συμπληρωματικών πινάκων προσωπικού

Η παρ. 5 του άρθ. 68 του ν.3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως :
5. Σε περίπτωση αλλαγής της νομικής εκπροσώπησης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή σε περίπτωση πρόσληψης νέων εργαζομένων ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, κατά περίπτωση, εντός δεκαπέντε ημερών από της επέλευσης της μεταβολής. Σε περίπτωση αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέτει, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπληρωματικούς πίνακες προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, το αργότερο ως και την ίδια ημέρα αλλαγής του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και σε κάθε περίπτωση πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους.

Άρθρο 11
Διοικητικές κυρώσεις

Το άρθ. 16 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :

1. Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας ή Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων:

α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση, από πεντακόσια ευρώ (500,00) μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000,00).»
β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι τριών (3) ημερών. Επίσης με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας, να επιβληθεί στον εργοδότη προσωρινή διακοπή της λειτουργίας για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις (3) ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.

2. Η πράξη επιβολής προστίμου κατά τα ανωτέρω κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη και το πρόστιμο αποτελεί έσοδο του Δημοσίου. Μέρος του προστίμου αυτού αποδίδεται στον κωδικό αριθμό εσόδων (ΚΑΕ) του Τακτικού Προυπολογισμού, ο οποίος αφορά έσοδα του καταργηθέντος ειδικού λογαριασμού του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (Α.Σ.Ε.).
Κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου.
Εντός της ιδίας προθεσμίας η προσφυγή κοινοποιείται με μέριμνα του προσφεύγοντος και με ποινή απαραδέκτου στην αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης επιβολής προστίμου. Η αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ βεβαιώνει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, το οποίο εισπράττεται από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) ως δημόσιο έσοδο.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

3. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων και το μέγεθος της επιχείρησης.

4. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.

5. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αυξάνονται τα όρια του προβλεπόμενου από την παράγραφο 1 προστίμου.

6. Διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν ως διοικητική κύρωση το πρόστιμο κατά τρόπο διάφορο από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού καταργούνται, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν. Για το πρόστιμο που επιβάλλεται στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού.

Άρθρο 12
Ειδικό δελτίο Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας

Η παρ.6 του άρθρου 5 του ν.1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως :
Στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης τηρείται γενικό μητρώο, στο οποίο καταχωρίζονται όλες οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας κατά είδος, και εκδίδεται ειδικό δελτίο, στο οποίο δημοσιεύονται αυτούσια τα κείμενα όλων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή τα κείμενα αυτά αναρτώνται αυτούσια στον δικτυακό τόπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής ασφάλισης.

Άρθρο 13
Βιβλίο υπερωριών



Το Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών που προβλέπεται από την περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του π.δ 27/6-4/7/1932 ( ΦΕΚ 212 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.δ 515/1970 (ΦΕΚ 95 Α΄), ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες εν γένει και μπορεί να τηρείται υπό τύπον ημερολογίου ή μηχανογραφημένων σελίδων, τα οποία αμφότερα, φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης και την ένδειξη «Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών». Το Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών δεν απαιτεί θεώρηση από την αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. και πρέπει να διατηρείται από τον εργοδότη επί μια πενταετία από τη συμπλήρωσή του. Κατά τα λοιπά, το εν λόγω Βιβλίο διέπεται από τις οικείες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

Άρθρο 14
Απασχόληση υπηκόων τρίτων χωρών – Κυρώσεις

Η παρ. 3 του άρθρου 86 του ν.3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως :
3. Στους εργοδότες που παραβιάζουν τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, πέραν άλλων κυρώσεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία επιβάλλεται, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, χρηματικό πρόστιμο που μπορεί να κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράνομο υπήκοο τρίτης χώρας. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ανωτέρω παραβάσεις διαπιστώνονται από τους Επιθεωρητές Εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), το ανωτέρω πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας ή Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων. Για την επιβολή του προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), όπως αντικαθίστανται με το άρθρο 11 του παρόντος νόμου και όπως εκάστοτε ισχύουν.


ΜΕΡΟΣ Β΄
ΘΕΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Άρθρο 15
Βεβαίωση χρόνου ασφάλισης πριν τη συνταξιοδότηση

Το άρθρο 47 του ν. 2676/2009 (ΦΕΚ 1 Α΄) τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Μετά από αίτηση του ασφαλισμένου, που υποβάλλεται στα τελευταία δύο (2) χρόνια πριν από την ημερομηνία συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση, κάθε ασφαλιστικός φορέας, πλην του ΟΓΑ, υποχρεούται να προβαίνει σε προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής του και να χορηγεί την αντίστοιχη προσυνταξιοδοτική βεβαίωση.
Η βεβαίωση εξομοιούται με απόφαση, αποτελεί εκτελεστή πράξη της Διοίκησης και υπόκειται σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον ασφαλισμένο σε όλα τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα.
Η ανά φορέα αρμόδια για την έκδοση της βεβαίωσης υπηρεσία υποχρεούται να αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη συμπλήρωση των κατά περίπτωση απαιτούμενων δικαιολογητικών.

2. Στις περιπτώσεις όπου ο ασφαλισμένος έχει υπαχθεί στην ασφάλιση περισσότερων του ενός ασφαλιστικών φορέων, η σχετική αίτηση υποβάλλεται στον τελευταίο φορέα, λογίζεται δε ως αίτηση που υποβάλλεται και προς τους λοιπούς φορείς.
Ο φορέας στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση υποχρεούται άμεσα να γνωστοποιήσει στους λοιπούς φορείς την υποβολή της αίτησης, καθένας εξ αυτών δε, αφού καλέσει τον ασφαλισμένο να συμπληρώσει τα τυχόν ελλείποντα δικαιολογητικά, οφείλει να εκδώσει τη σχετική βεβαίωση κατά τα ανωτέρω. Υποχρέωση έκδοσης προσυνταξιοδοτικής βεβαίωσης στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης έχει και ο ΟΓΑ.

3. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του κάθε φορέα) καθορίζονται ανά φορέα οι αρμόδιες υπηρεσίες για υποβολή αίτησης και έκδοση της βεβαίωσης, τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα στοιχεία και το περιεχόμενο της βεβαίωσης καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.

Άρθρο 16
Διατάξεις ασφαλιστικού περιεχομένου

1. Η διάρκεια της αναπηρίας των ασφαλισμένων που κρίνονται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, ως πάσχοντες από α) Σύνδρομο Down – αυτισμό – υψηλού βαθμού νοητική υστέρηση, β) ακρωτηριαστικές βλάβες άνω ή κάτω άκρων, γ) φωκομέλειες, δ) νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ή ε) έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρών ή άλλων συμπαγών οργάνων καθορίζεται επ’ αόριστον.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης η οποία εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος ύστερα από πρόταση Επιστημονικής Επιτροπής που απαρτίζεται από ιατρούς του Ειδικού Σώματος Υγειονομικών Επιτροπών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ καθορίζονται και οι λοιπές πλήν των ανωτέρω παθήσεις που επιφέρουν αναπηρία αόριστης διάρκειας.
Με την ίδια διαδικασία τροποποιείται ο σχετικός κατάλογος παθήσεων .

2. Οι συντάξεις των συνταξιούχων τακτικών υπαλλήλων του πρώην ΤΑΠΕΛ, οι κλάδοι του οποίου εντάχθηκαν ως Τομείς με τις διατάξεις του άρθρου 104 του ν.3655/08 στο Ταμείο Προνοίας Ιδιωτικού Τομέα (ΤΑΠΙΤ ), καταβάλλονται από 1-1-2009 από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, εφαρμοζομένων εφεξής των διατάξεων που ισχύουν για τους συνταξιούχους με τις διατάξεις του ν.3163/55, υπαλλήλους του Ιδρύματος.

Άρθρο 17
Ρυθμίσεις ΙΚΑ-ΕΤΑΜ

1. Στο τέλος της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α΄), όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια, ως ακολούθως:

«Οι ΑΠΔ, οι οποίες υποβάλλονται για διαστήματα μισθολογικών περιόδων, για τα οποία δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, θεωρούνται ως μη υποβληθείσες και επιβάλλεται η πρόσθετη επιβάρυνση που προβλέπεται από τη διάταξη της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής.
Η υποβολή ΑΠΔ επόμενων, μετά τη βεβαίωση οφειλής, μισθολογικών περιόδων, δεν γίνεται δεκτή μέσω διαδικτύου, εφόσον ο εργοδότης εξακολουθεί να μην καταβάλλει τις αντίστοιχες εισφορές και δεν έχει υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης υποχρεούται να προσκομίσει την ΑΠΔ με ψηφιακό-μαγνητικό μέσο στο αρμόδιο υποκατάστημα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η ΑΠΔ που υποβάλλεται με τον τρόπο αυτό, παραλαμβάνεται από το αρμόδιο υποκατάστημα, μόνο αν ο εργοδότης συνυποβάλλει το αναλυτικό-καθολικό ισοζύγιο κινούμενων λογαριασμών του προηγούμενου μήνα, καθώς και την ανάλυση πελατών του ίδιου μήνα. Επιπλέον, ο εργοδότης καλείται να καταθέσει εγγυητική επιστολή τράπεζας με διάρκεια ισχύος μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους ισόποση με το σύνολο των αναλογούντων εντός του έτους ασφαλιστικών εισφορών.»

2. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης στστ, της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του α.ν.1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄), που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν.2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν.3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), προστίθεται εδάφιο, ως ακολούθως:
«Το ύψος του προστίμου όπως αυτό καθορίζεται με την ως άνω Υπουργική Απόφαση, διπλασιάζεται για κάθε εργαζόμενο σε περίπτωση επανάληψης από την ίδια επιχείρηση της παράβασης περί μη καταχώρησης στο Ειδικό Βιβλίο.»

3. Το α΄ εδάφιο, της παραγράφου 7, του άρθρου 4, του ν. 2556/1997 (Φ.Ε.Κ.270 Α΄), όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και αντικατάστασή του με την παράγραφο 6, του άρθρου 3, του ν. 2790/2000 (Φ.Ε.Κ.24 Α΄), την παράγραφο 4, του άρθρου 13, του ν. 3345/2005 (Φ.Ε.Κ.138 Α΄) και την παράγραφο 2, του άρθρου 74, του ν. 3518/2006 (Φ.Ε.Κ.272 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής :
«Το ποσοστό μείωσης των συντελεστών του άρθρου 38, του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., λόγω προσωπικής απασχόλησης του εγκατεστημένου μέχρι 31.12.1999 στην Ελλάδα ομογενούς ποντιακής καταγωγής, προκειμένου για την ανέγερση πρώτης κύριας κατοικίας, έως και 120 τ.μ., ορίζεται στο 50%.

Η ισχύς της διάταξης αυτής επεκτείνεται για οικοδομικές άδειες που θα εκδοθούν μέχρι και 31.12.2010 ».

Άρθρο 18
Ρυθμίσεις Θεμάτων Ελέγχου

1. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου δέκατου του Ν.3607/2007 (ΦΕΚ 245 Α΄ ) αντικαθίσταται ως εξής:

« Ο Γενικός Επιθεωρητής και τα ανωτέρω μικτά κλιμάκια, μετά την περάτωση του ελέγχου, συντάσσουν πόρισμα, το οποίο αποστέλλουν στον αρμόδιο Ασφαλιστικό Φορέα. Εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση του πορίσματος ελέγχου της ΥΠΕΔΥΦΚΑ στον Ασφαλιστικό Φορέα, τα Διοικητικά Συμβούλια των φορέων υποχρεούνται είτε να εφαρμόσουν τις προτάσεις του πορίσματος είτε να διαφοροποιηθούν διατυπώνοντας την αιτιολογημένη άρνησή ή αντίρρησή τους και να αναφέρουν στον Γενικό Επιθεωρητή τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν, καθώς και τα μέτρα που έλαβαν ή τους λόγους για τους οποίους δεν ενήργησαν σύμφωνα με το πόρισμα».

1. Στο τέλος της παρ. 2 του αρθ. 32 του ν.2676/99 (ΦΕΚ 1 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής :
“ Η επιβολή χρηματικών κυρώσεων σε περίπτωση διαπίστωσης, κατά τη διενέργεια του ελέγχου, παράβασης της κείμενης νομοθεσίας”.

2. Τα τέταρτο και πέμπτο εδάφια της παρ. 3 του αρθ. 32 του ν.2676/99 (ΦΕΚ 1 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής :

α) “Για κάθε έλεγχο υποβάλλεται πόρισμα από τις αρμόδιες Διευθύνσεις στο Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή. Σε περίπτωση διαπίστωσης από τον έλεγχο παράβασης της κείμενης νομοθεσίας, ο Γενικός Επιθεωρητής της ΥΠΕΔΥΦΚΑ επιβάλλει τις οριζόμενες από το π.δ 121/08 (ΦΕΚ183 Α΄) χρηματικές κυρώσεις”.
Οι ανωτέρω χρηματικές κυρώσεις επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ, μετά την παροχή σχετικών εξηγήσεων, οι οποίες υποβάλλονται εγγράφως, μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα που αυτοί που τους αφορά έλαβαν το σχετικό έγγραφο, για παροχή εξηγήσεων και στο οποίο υποχρεωτικά αναφέρεται η διαπραχθείσα παράβαση.

β) Κατά της απόφασης αυτής μπορεί να ασκηθεί μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων, εφόσον ο προσφεύγων καταβάλλει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του επιβαλλομένου χρηματικού προστίμου. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ενστάσεων είναι άμεσα εκτελεστές.

γ) Συνιστάται στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων Επιτροπή Ενστάσεων η οποία αποτελείται από:
i) Τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ως Πρόεδρο, αναπληρούμενο από το Γενικό Διευθυντή Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
ii) Τον Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Κεντρικής ή της Περιφερειακής Υπηρεσίας Αττικής της ΥΠΕΔΥΦΚΑ. Όταν ορίζεται ο ένας από τους δύο ως τακτικό μέλος, ο άλλος ορίζεται αναπληρωτής του.
iii) Έναν (1) Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Υγειονομικών Υπηρεσιών με τον αναπληρωτή του εκ των τριών μεγαλύτερων Ασφαλιστικών Οργανισμών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΟΓΑ, ΟΑΕΕ.
iv) Γραμματέας ορίζεται με τον αναπληρωτή του υπάλληλος της ΥΠΕΔΥΦΚΑ.

δ) Αντικείμενο της Επιτροπής Ενστάσεων αποτελεί η εκδίκαση των προσφυγών επί των αποφάσεων επιβολής κυρώσεων του Γενικού Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ.

ε) Ο Πρόεδρος, τα μέλη της ανωτέρω Επιτροπής και ο γραμματέας μαζί με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τριετή θητεία.

ζ) Εισηγητής κάθε φορά ορίζεται ένας από τους συντάξαντες το πόρισμα από τον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ.

η) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ο κανονισμός λειτουργίας της ως άνω Επιτροπής.

5. Οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ) για τη βεβαίωση – είσπραξη των εσόδων τους, δύνανται να διεξάγονται και από μικτά κλιμάκια ελέγχου αποτελούμενα από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και από υπαλλήλους των ΦΚΑ, πλην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που υπηρετούν στις Διευθύνσεις Επιθεώρησης και στα Τμήματα Εσόδων αυτών.
Ο σχεδιασμός, προγραμματισμός, συντονισμός και η συγκρότηση των μικτών κλιμακίων ελέγχου γίνεται με τη συνεργασία και ευθύνη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της ΓΓΚΑ και των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων Επιθεώρησης και των Τμημάτων Εσόδων των ΦΚΑ, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους. Οι εντολές ελέγχου και μετακίνησης των υπαλλήλων που συμμετέχουν στα μικτά κλιμάκια ελέγχου εκδίδονται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή από τα ειδικά για το σκοπό αυτό εξουσιοδοτημένα όργανα. Η δαπάνη για τη μετακίνηση βαρύνει την υπηρεσία στην οποία υπηρετούν οι υπάλληλοι.
Τα μικτά κλιμάκια ελέγχου μετά την περάτωση του από κοινού ελέγχου, συντάσσουν άμεσα πόρισμα, το οποίο προσυπογράφουν και υποβάλλουν στους αρμόδιους ΦΚΑ για τις περαιτέρω ενέργειες.
Οι ανωτέρω υπάλληλοι δύναται να συμμετέχουν και στα μικτά κλιμάκια της παρ. 1 του άρθρου 151 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο εν λόγω άρθρο.

Άρθρο 19
Οργανωτικά και λειτουργικά θέματα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ

1. Στη Διεύθυνση Ασφάλισης και Εσόδων της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλιστικών Υπηρεσιών της Διοίκησης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, συνιστάται Υποδιεύθυνση Παρακολούθησης-Λήψης Αναγκαστικών Μέτρων Είσπραξης, η οποία διαρθρώνεται σε πέντε τμήματα, με αρμοδιότητες που εκτείνονται στα Υποκαταστήματα των Διοικητικών Περιφερειών του άρθρου 26 του Οργανισμού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ π.δ. 266/1989 (ΦΕΚ 127 Α΄), ως εξής:

α) Α΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 9ης Διοικητικής Περιφέρειας (Αττικής)

β) Β΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 1ης και 2ης Διοικητικής Περιφέρειας (Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης και Κεντρικής Μακεδονίας)

γ) Γ΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 3ης,4ης, 5ης και 6ης Διοικητικής Περιφέρειας (Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Ιονίων Νήσων)

δ) Δ΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 7ης,8ης και 10ης Διοικητικής Περιφέρειας (Δυτικής Ελλάδας, Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου).

ε) Ε΄ Τμήμα με αρμοδιότητα στα Υποκαταστήματα της 11ης, 12ης και 13ης Διοικητικής Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης).

Οι αρμοδιότητες για κάθε ένα από τα παραπάνω Τμήματα της Υποδιεύθυνσης είναι οι εξής:

α) Η παρακολούθηση των οφειλών προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με στόχο την κατά προτεραιότητα είσπραξη αυτών που κρίνονται επισφαλείς.

β) Η συλλογή πληροφοριών για περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών από κάθε πηγή με άντληση στοιχείων από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τις τράπε¬ζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική, καθώς και από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες Δ.Ο.Υ. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄)

γ) Η συλλογή πληροφοριών για τις οικονομικές κινήσεις των οφειλετών.

δ) Η σύνταξη παραγγελιών κατασχέσεων και υποθηκών, την εντολή έκδοσης και εκτέλεσής τους από τα αρμόδια Υποκαταστήματα ή από τα Τμήματα Διοικητικής εκτέλεσης των αντίστοιχων Ταμείων Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για όσα υποκαταστήματα υπάγονται στη χωρική αρμοδιότητά τους και την παρακολούθηση όλης της διαδικασίας μέσω ειδικού λογισμικού.

ε) Η παρακολούθηση των πτωχεύσεων και των πλειστηριασμών τρίτων σε βάρος περιουσιακών στοιχείων οφειλετών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για την εμπρόθεσμη αναγγελία των οφειλών.
Στη συνιστώμενη υποδιεύθυνση προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού και, ελλείψει αυτού, ΤΕ Διοικητικού- Λογιστικού.

Η ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της συνιστώμενης Υποδιεύθυνσης καθορίζεται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

2. Στην Υποδιεύθυνση Μητρώου του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Θεσσαλονίκης συνιστώνται δύο νέα Τμήματα Ανακεφαλαίωσης με τις ονομασίες «Α΄ Τμήμα Ανακεφαλαίωσης» και «Β΄ Τμήμα Ανακεφαλαίωσης» με αρμοδιότητα τις εργασίες ανακεφαλαίωσης των χρόνων των προς συνταξιοδότηση ασφαλισμένων για έκδοση προσυνταξιοδοτικών βεβαιώσεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 47 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄). Η τοπική τους αρμοδιότητα εκτείνεται σε όλα τα υποκαταστήματα των Νομών που υπάγονται στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.

Με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ θα επεκτείνονται τα όρια της τοπικής αρμοδιότητας των ανωτέρω Τμημάτων και σε άλλες Περιφέρειες.

3.α) Στην Ειδική Υπηρεσία Ελέγχου Ασφάλισης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (Ε.Υ.Π.Ε.Α. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) της περιφέρειας Αττικής συνιστώνται δύο (2) επιπλέον Τμήματα Ελέγχου (Ε΄-ΣΤ΄), με αρμοδιότητες όπως περιγράφονται στο ν. 2556/1997 (ΦΕΚ Α΄ 270).

β) Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 21 της με αριθμ. Φ21/1639/1998 (ΦΕΚ 1129 Β΄) απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης «Κανονισμός Λειτουργίας Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης ΙΚΑ» αντικαθίσταται ως εξής:
«Στα Τμήματα της Διεύθυνσης της Ε.ΥΠ.Ε.Α.- ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Περιφέρειας Αττικής προΐστανται υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού- Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού- Λογιστικού και ελλείψει αυτών, ΔΕ Διοικητικών- Γραμματέων.»

γ) Η παρ. 1 του άρθρου 23 της με αριθμ. Φ21/1639/1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Κανονισμός Λειτουργίας Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης» αντικαθίσταται ως εξής:
«Το ανώτατο όριο παραμονής στις υπηρεσίες των Ε.ΥΠ.Ε.Α. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του προσωπικού των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ ορίζεται σε πέντε (5) χρόνια.»

δ) Οι παρ. 1 και 2 της περ. Β΄ του άρθρου 22 της Φ21/1639/14-10-1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Κανονισμός Λειτουργίας Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης ΙΚΑ», καταργούνται.

4. α) Στη Διοικητική Περιφέρεια Αττικής, Νομαρχία Αθηνών, το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Καματερού συγχωνεύεται με το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής, το οποίο μετονομάζεται σε Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων – Καματερού, εξακολουθεί να υπάγεται στο Περιφερειακό Υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αθήνας και διαρθρώνεται ως εξής:

ΤΟΠΙΚΟ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ-ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ
1. Τμήμα Εσόδων
2. Τμήμα Παροχών Συντάξεων- Ασθενείας
3. Τμήμα Μητρώου
4. Τμήμα Οικονομικού-Διοικητικού

Η ασφαλιστική περιοχή του νέου Τοπικού Υποκαταστήματος περιλαμβάνει την ασφαλιστική περιοχή των υφιστάμενων Τοπικών Υποκαταστημάτων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων και Καματερού και υπάγεται στη χωρική αρμοδιότητα του Δ΄ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
H ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του νέου Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων – Καματερού, θα καθοριστεί με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του νέου Τοπικού Υποκαταστήματος IΚΑ-ΕΤΑΜ Άνω Λιοσίων – Καματερού, το υφιστάμενο Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ –ΕΤΑΜ Καματερού εξακολουθεί να λειτουργεί με τη διάρθρωση που αναφέρεται στο άρθρο 26 παρ. 4 του Οργανισμού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ π.δ. 266/1989 (ΦΕΚ 127 Α΄), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

β) Η περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 52 του ν. 3693/2008 (ΦΕΚ 174 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
«β) καταργείται το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Καμινίων από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του συνιστώμενου Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αγίου Μηνά και του μεταστεγαζόμενου Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Ηρακλείου.»

5. Στα Υποκαταστήματα και στις Μονάδες Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ συνιστώνται υποχρεωτικά Γραφεία Εξυπηρέτησης Ασφαλισμένων (ΓΕΑ) για την υποδοχή και πληροφόρηση των συναλλασσομένων με το Ίδρυμα.
Οι αρμοδιότητες και η έναρξη λειτουργίας τους καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

6. Μεταφέρονται πεντακόσιες (500) κενές οργανικές θέσεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του κλάδου ΥΕ Προσωπικού Καθαριότητας από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες σε Κεντρικές και Περιφερειακές Υπηρεσίες, ως εξής:
α) Εξήντα οκτώ (68) θέσεις στον κλάδο ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού στις Κεντρικές Υπηρεσίες.
β) Έξι (6) θέσεις στον κλάδο ΠΕ Αναλογιστών στις Κεντρικές Υπηρεσίες.
γ) Είκοσι έξι (26) θέσεις στον κλάδο ΠΕ Μηχανικών στις Κεντρικές Υπηρεσίες.
δ) Διακόσιες (200) θέσεις στον κλάδο ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού στις Περιφερειακές Υπηρεσίες.
ε) Εκατό (100) θέσεις στον κλάδο ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού στις Περιφερειακές Υπηρεσίες.
στ) Εκατό (100) θέσεις στον Κλάδο ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων στις Περιφερειακές Υπηρεσίες.

7. Το άρθρο 17 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από πρόταση του Δ.Σ. του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, μπορεί να ανακαθορίζεται ο αριθμός των Ταμείων Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που συστάθηκαν στις περιοχές Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 1383/1942 (ΦΕΚ 39 Α΄) και των κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 του ν.δ. 3908/1958 (ΦΕΚ 197 Α΄) και του άρθρου 1 του ν. 2252/1952 (ΦΕΚ 284 Α΄) και των από 27-2/18-3-1957 και 16.8/3-9-1959 β.δ/των, όπως μετονομάσθηκαν με τις διατάξεις της περίπτωσης α΄ του άρθρου 18 του ν. 1469/1984 (ΦΕΚ 111 Α΄). Με όμοια απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ανακατανέμονται οι αρμοδιότητές τους κατά τόπο και καθ’ ύλην, καθώς και να μεταφέρονται αρμοδιότητές τους σε υποκαταστήματα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ».

8. α) Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύνανται να συνάπτουν συμβάσεις μίσθωσης έργου με θεραπευτές και ελεγκτές ιατρούς και οδοντιάτρους κατ’ εξαίρεση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ 234 Α΄).
β) Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 27 του ν.3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.3302/2004 (ΦΕΚ 267 Α΄) και την παρ. 9 του άρθρου 37 του ν.3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Οι ιατροί και οδοντίατροι αυτοί δεν μπορεί να υπερβαίνουν σε καμία περίπτωση τους χίλιους πεντακόσιους (1.500)». Το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 52 του ν. 3693/2008 (ΦΕΚ 174 Α΄) καταργείται.
γ) Καταργούνται διακόσιες πενήντα (250) οργανικές θέσεις του κλάδου ΠΕ Ιατρών και πενήντα (50) οργανικές θέσεις του κλάδου ΠΕ Οδοντιάτρων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, οι οποίες είχαν συσταθεί με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 19 του ν.2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄).

Άρθρο 20
Οργανωτικά και λειτουργικά θέματα λοιπών Ασφαλιστικών Φορέων

1.Το τρίτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 101 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Των Τμημάτων των Διευθύνσεων προΐστανται Αξιωματικοί Γενικών Καθηκόντων της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος ή Ειδικών Καθηκόντων, κατά προτίμηση πτυχιούχοι Οικονομικής Σχολής, υποδεικνυόμενοι από τον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ή υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Διοικητικού- Οικονομικού και ελλείψει ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει ΔΕ Διοικητικών- Γραμματέων.»

2. Το πρώτο εδάφιο της περ. Β΄ του άρθρου 110 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Β. Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΤΑΠΙΤ, επιπέδου Τμήματος, λειτουργούν για τη διεκπεραίωση των θεμάτων του Κλάδου Πρόνοιας των Τομέων Πρόνοιας Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου και Πρόνοιας Ξενοδοχοϋπαλλήλων, και είναι οι ακόλουθες:
α) Τμήμα Αγ. Νικολάου Κρήτης, με έδρα τον Άγ. Νικόλαο.
β) Τμήμα Ρεθύμνου, με έδρα το Ρέθυμνο.
γ) Τμήμα Ηρακλείου Κρήτης, με έδρα το Ηράκλειο.
δ) Τμήμα Χανίων, με έδρα τα Χανιά.
ε) Τμήμα Ρόδου, με έδρα τη Ρόδο.
στ) Τμήμα Κω, με έδρα την Κω.
ζ) Τμήμα Κυκλάδων, με έδρα την Ερμούπολη.
η) Τμήμα Βόλου, με έδρα το Βόλο.
θ) Τμήμα Καβάλας, με έδρα την Καβάλα.
ι) Τμήμα Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
ια) Τμήμα Κασσάνδρειας, με έδρα την Κασσάνδρεια.
ιβ) Τμήμα Κοζάνης, με έδρα την Κοζάνη.
ιγ) Τμήμα Λάρισας, με έδρα τη Λάρισα.
ιδ) Τμήμα Λειβαδιάς, με έδρα τη Λειβαδιά.
ιε) Τμήμα Ιωαννίνων, με έδρα τα Ιωάννινα.
ιστ) Τμήμα Ναυπλίου, με έδρα το Ναύπλιο.
ιζ) Τμήμα Κέρκυρας, με έδρα την Κέρκυρα.
ιη) Τμήμα Πάτρας, με έδρα την Πάτρα.
ιθ) Τμήμα Πύργου, με έδρα τον Πύργο.
κ) Τμήμα Αιδηψού, με έδρα την Αιδηψό.
κα) Τμήμα Πειραιά, με έδρα τον Πειραιά.

Οι ανωτέρω Υπηρεσίες υπάγονται στις Διευθύνσεις Εφάπαξ Παροχών των αντιστοίχων Τομέων.
Με απόφαση του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΤ θα καθορισθεί η τοπική αρμοδιότητα των συνιστώμενων Περιφερειακών Υπηρεσιών, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί ασφαλιστικής κάλυψης των Τομέων. Με ίδια απόφαση δύναται να ανακαθορίζεται η τοπική τους αρμοδιότητα.
Μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης, οι ασφαλισμένοι των Τομέων Πρόνοιας Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου και Πρόνοιας Ξενοδοχοϋπαλλήλων θα εξακολουθούν να εξυπηρετούνται ως πρότερον.»
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μεταφέρονται και κατανέμονται στις υπηρεσίες του ΤΑΠΙΤ οι υπάλληλοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του νόμου με απόσπαση στο ΤΑΠΙΤ, με την ίδια εργασιακή σχέση και οργανική θέση που κατέχουν, ύστερα από αίτησή τους και απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου.

Ειδικότερα, για τη στελέχωση των συσταθεισών Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΤΑΠΙΤ, συνιστώνται οργανικές θέσεις, ως εξής:
Κατηγορία ΠΕ, θέσεις δύο (2)
Κατηγορία ΤΕ, θέσεις δέκα (10)
Κατηγορία ΔΕ, θέσεις τριάντα (30)

Οι αρμοδιότητες των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΤΑΠΙΤ, οι κλάδοι και οι ειδικότητες του προσωπικού και η κατανομή των θέσεων του προηγουμένου εδαφίου στις Περιφερειακές Υπηρεσίες, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από πρόταση του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΤ.
Με απόφαση του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΤ το προσωπικό που ήδη υπηρετεί στις Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΤΑΠΙΤ κατανέμεται στις αντίστοιχα συνιστώμενες Περιφερειακές Υπηρεσίες.

3.α) Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 115 του ν.3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Στο παραπάνω Ταμείο συνιστάται τομέας με πλήρη λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια με την ονομασία Τομέας Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων, ο οποίος αποτελεί συνέχεια του μέχρι την 31/7/2008 υφιστάμενου Ταμείου».
β) Η παρ. 3 του άρθρου 116 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) καταργείται από την ημερομηνία ισχύος της.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μπορεί, σε περίπτωση αποχώρησης υπαλλήλων της ΔΕΗ ΑΕ, οι οποίοι είναι αποσπασμένοι στον Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και στους Τομείς Επικουρικής, Πρόνοιας και Ασθένειας Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, να αποσπώνται στους ως άνω Τομείς, υπάλληλοι της ΔΕΗ ΑΕ της ίδιας κατηγορίας και ειδικότητας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Δ.Σ. της ΔΕΗ ΑΕ και των οικείων φορέων. Με όμοια απόφαση, υπάλληλοι της ΔΕΗ ΑΕ αποσπασμένοι στον Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ μπορεί να αποσπώνται στους Τομείς Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ και αντίστροφα, ύστερα από γνώμη των Δ.Σ. των οικείων φορέων. Η απόσπαση υπαλλήλων της ΔΕΗ Α.Ε. από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ στο ΤΑΥΤΕΚΩ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 10% του αριθμού των αποσπασμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), υπαλλήλων της ΔΕΗ Α.Ε. στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

5. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 20 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε δίκες κατά υπαλλήλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που ενήργησαν για το συμφέρον της υπηρεσίας μέσα στα πλαίσια της κείμενης νομοθεσίας ή κατά τη συμμετοχή τους σε συλλογικά όργανα, δύναται, μετά από προηγούμενη έγκριση του διοικούντος αυτούς οργάνου, να παρίσταται για την υπεράσπισή τους ενώπιον των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας τους και σε περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται ή αδυνατεί η Νομική Υπηρεσία, με ανάθεση σε δικηγόρο κατά περίπτωση, μετά από σχετική έγκριση του διοικούντος οργάνου.

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ανάλογα και στους υπαλλήλους της Γ.Γ.Κ.Α.

Η αμοιβή υπολογίζεται σύμφωνα με τα ισχύοντα κατώτερα όρια αμοιβών του Κώδικα περί Δικηγόρων. Το σύνολο της αμοιβής καταβάλλεται με την προσκόμιση των αποδείξεων καταβολής του οικείου δικηγορικού συλλόγου, εφόσον ο υπάλληλος απαλλάσσεται της κατηγορίας ή αθωώνεται με αμετάκλητη απόφαση.»

6. Οι υπάλληλοι των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ευθύνονται έναντι αυτών για κάθε ζημία που προξενήθηκε κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων απονομής παροχών, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις περί αστικής ευθύνης διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
Κατά την εκτέλεση των παραπάνω καθηκόντων τους, οι υπάλληλοι δεν εμπίπτουν στις περί δημοσίων υπολόγων ισχύουσες διατάξεις.

Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο.

Άρθρο 21
Θέματα Οικονομικής Διαχείρισης

1. Ο Κλάδος Ειδικού Κεφαλαίου του τ. Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Ο.Τ.Ε. (τ. ΤΑΠ-ΟΤΕ) εντάσσεται αναδρομικά από την 1.8.2008, ως αυτοτελής λογαριασμός στον Κλάδο Σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια και αποκαλείται εφεξής «Λογαριασμός Ειδικού Κεφαλαίου ΙΚΑ-ΕΤΑΜ».

Ο ανωτέρω λογαριασμός διέπεται από τις διατάξεις του εντασσόμενου κλάδου, οι οποίες καθίστανται εφεξής καταστατικές του διατάξεις και μεταφέρονται σε αυτόν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εντασσόμενου κλάδου.
Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού του εντασσόμενου κλάδου περιέρχονται στο Λογαριασμό Ειδικού Κεφαλαίου ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο οποίος αποτελεί τον καθολικό διάδοχό του, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους, εισφοράς δικαιώματος ή οποιαδήποτε επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου.

2. Η παρ. 7 του άρθρου 136 του ν. 3655/2008 ( ΦΕΚ 58 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής: «7. Οι δαπάνες διοικήσεως Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν αφορούν αμιγώς συγκεκριμένο Τομέα, Λογαριασμό ή Κλάδο, επιμερίζονται ετησίως κατά ποσοστό που ορίζεται με απόφαση των Διοικητικών τους Συμβουλίων.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του ανωτέρω ποσοστού καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης.

Στις δαπάνες διοικήσεως Φ.Κ.Α συμπεριλαμβάνεται και η μισθοδοσία όλου του προσωπικού του Φορέα».

Η διάταξη της παρούσης παραγράφου ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν.3655/2008(ΦΕΚ 58 Α΄).

3. Το άρθρο 19 του ν.3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
α) Στο τέλος της παρ. 3 προστίθεται περ. δ ως εξής:
«δ. Κάθε άλλο κριτήριο σχετικό με τις ιδιαιτερότητες και ανάγκες του Φορέα.»

β) Στην παρ. 5 η φράση «καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για» αντικαθίσταται με τη φράση «καθορίζονται θέματα που αφορούν».

4. Το άρθρο 16 του ν.3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) τροποποιείται και συμπληρώνεται ως εξής:
α) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης χορηγούνται προσωπικά δάνεια εκτάκτων αναγκών σε: α) ασφαλισμένους και συνταξιούχους, σύμφωνα με τις οικείες καταστατικές διατάξεις των Φορέων ή Τομέων τους και β) στους υπαλλήλους του φορέα, με τους ακόλουθους όρους και προϋποθέσεις: »

β) Στο τέλος της παρ. 1 προστίθενται περιπτώσεις ως εξής:
«ε. Η εκταμίευση του χορηγούμενου ποσού για προσωπικά δάνεια εκτάκτων αναγκών σε υπαλλήλους των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, θα πραγματοποιείται από την Κεντρική Υπηρεσία του Φορέα, μετά την έκδοση της Υπουργικής Απόφασης περί αποδέσμευσης. Για την εκταμίευση θα επιβαρύνονται όλοι οι Τομείς του φορέα κατά το ποσοστό συμμετοχής κάθε ενός εξ’ αυτών στη συνολική αξία της περιουσίας του Φορέα, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στο τέλος του προηγούμενου οικονομικού έτους. Για τον υπολογισμό της συνολικής αξίας της περιουσίας του ΦΚΑ λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία των περιπτώσεων α’ έως και στ’ της παρ. 3 του άρθρ. 4 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄).

στ. Κατά την αποπληρωμή τοκοχρεωλυτικών δόσεων από τους υπαλλήλους ΦΚΑ για προσωπικά δάνεια εκτάκτων αναγκών, θα επιστρέφεται σε κάθε Τομέα, στο τέλος κάθε χρήσης, το ποσό που του αναλογεί, σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής του καθενός, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.»

5. Όπου στο ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) αναφέρεται ότι, αν η κινητή και ακίνητη περιουσία των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από τους οποίους προέρχονται οι εντασσόμενοι κλάδοι δεν είναι κατανεμημένη κατά κλάδους, κατανέμεται κατά την αναλογία του ποσοστού εισφορών που προβλέπεται για κάθε κλάδο πριν την ένταξή του στον διάδοχο φορέα, ως ποσοστό εισφορών ορίζεται το ποσοστό ασφαλισμένου και εργοδότη των ασφαλισμένων μετά την 1/1/93, χωρίς το ποσοστό της κρατικής συμμετοχής ή άλλων τυχόν ειδικών προσαυξήσεων.

Ειδικά, το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του πρώην ΤΑΞΥ, όπως έχει διαμορφωθεί πριν την ένταξη των κλάδων Ασθένειας και Πρόνοιας στον κλάδο Ασθένειας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και στον Τομέα Πρόνοιας Ξενοδοχοϋπαλλήλων του ΤΑΠΙΤ αντίστοιχα, κατανέμεται κατά ποσοστό 24% υπέρ του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και 76% υπέρ του Τομέα Πρόνοιας Ξενοδοχοϋπαλλήλων του ΤΑΠΙΤ.

Άρθρο 22
Διασυνοριακή δραστηριότητα Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης

1. Επιτρέπεται σε ελληνικές επιχειρήσεις να χρηματοδοτούν ιδρύματα επαγγελματικής συνταξιοδότησης, των οποίων η άδεια έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. (κράτος μέλος καταγωγής), με την επιφύλαξη της κείμενης κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις. Επίσης επιτρέπεται στα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης που έχουν την έδρα ή το κύριο διοικητικό τους κατάστημα στην Ελλάδα και χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές να χρηματοδοτούνται από επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. (κράτος μέλος υποδοχής).

"Κράτος μέλος καταγωγής" είναι το κράτος μέλος, στο οποίο το ίδρυμα έχει την έδρα του ή και το κύριο διοικητικό του κατάστημα ή εφόσον δεν έχει έδρα, το κύριο διοικητικό του κατάστημα.

"Κράτος μέλος υποδοχής" είναι το κράτος του οποίου η κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις διέπει τις σχέσεις μεταξύ της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και των ασφαλισμένων μελών.

2. Κάθε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.) που χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές και επιθυμεί να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση, η οποία έχει την έδρα της στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., χρειάζεται προηγούμενη έγκριση, όσον αφορά τους όρους λειτουργίας του, από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής (Ε.Α.Α.) για τα θέματα της αρμοδιότητάς της. Μόνο τα εγκεκριμένα Τ.Ε.Α. μπορούν να ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα.

Κάθε Τ.Ε.Α. γνωστοποιεί επίσης στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και την Εθνική Αναλογιστική Αρχή την επιθυμία του να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση η οποία έχει την έδρα της στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

3. Εάν ασκείται διασυνοριακή δραστηριότητα, απαιτείται η εφαρμογή των επενδυτικών κανόνων που προσδιορίζονται στα παρακάτω (α, β, γ) από το ίδρυμα του κράτους καταγωγής. Στην περίπτωση αυτή, οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται μόνον στον τμήμα του ενεργητικού του ιδρύματος που αντιστοιχεί στις δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιούνται στην ελληνική επικράτεια. Οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται και στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης συνταξιοδοτικών παροχών που έχουν την έδρα ή το κύριο διοικητικό τους κατάστημα στην ελληνική επικράτεια και ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα.

Ειδικότερα:

α) το ίδρυμα δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, ή το ίδρυμα επενδύει τουλάχιστον 70% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά.

β) το ίδρυμα δεν επενδύει άνω του 5% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από την ίδια επιχείρηση και άνω του 10% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν και μόνο όμιλο.

γ) το ίδρυμα δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε επενδυτικά προϊόντα εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από αυτά των υποχρεώσεων.

4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, καθορίζονται: τα στοιχεία που πρέπει να παρέχονται από το ΤΕΑ στην αρμόδια ελληνική εποπτική αρχή (Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης) κατά τη διαδικασία γνωστοποίησης μεταξύ της ελληνικής εποπτικής αρχής και των αντίστοιχων αρχών του κράτους υποδοχής, ο χρόνος έναρξης της άσκησης διασυνοριακής δραστηριότητας ενός ΤΕΑ, καθώς και η πλήρης χρηματοδότηση των τεχνικών αποθεματικών, και ρυθμίζονται θέματα επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής καθώς και διαρκούς ενημέρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών για σημαντικές μεταβολές που αφορούν την εργατική και κοινωνική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις, πρόσθετους επενδυτικούς περιορισμούς και πρόσθετες απαιτήσεις πληροφόρησης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην άσκηση διασυνοριακής δραστηριότητας των Τ.Ε.Α.

Σε περίπτωση αρμοδιότητας και του Υπουργού Οικονομικών, την απόφαση συνυπογράφει και ο Υπουργός Οικονομικών.

ΜΕΡΟΣ Γ: ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 23

Θέματα εταιριών «Επαγγελματική Κατάρτιση Α.Ε» και «Παρατηρητήριο Απασχόλησης-Ερευνητική Πληροφορική Α.Ε»

1. Στο τέλος της παραγράφου 12 του άρθρ. 3 του Ν. 2956/01 (ΦΕΚ 258/2001) προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Ο εκάστοτε Διοικητής του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) ασκεί καθήκοντα Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «Επαγγελματική Κατάρτιση Α.Ε.», χωρίς πρόσθετη αμοιβή».

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του ν. 3667/2008 (ΦΕΚ 114Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται οποιαδήποτε θέματα σχετίζονται με την οργάνωση και λειτουργία των εταιρειών «Επαγγελματική Κατάρτιση Α.Ε.» και «Παρατηρητήριο Απασχόλησης- Ερευνητική Πληροφορική Α.Ε.» και ειδικότερα ο σκοπός των εταιρειών, ζητήματα προσωπικού, το μετοχικό κεφάλαιό τους, οι καταστατικές τους ρυθμίσεις και η εν γένει οργάνωση και λειτουργία τους.»

3. Στο άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3586/2007 (ΦΕΚ 151/Α΄) η αναγραφείσα εκ παραδρομής επωνυμία της εταιρείας «Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης- Ερευνητική Πληροφορική Α.Ε) αντικαθίσταται με το ορθό «Παρατηρητήριο Απασχόλησης- Ερευνητική Πληροφορική Α.Ε».

Άρθρο 24

Η παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν. 3518/2006 και οι κατ’ εφαρμογή αυτής εκδοθείσες αποφάσεις καθώς και κάθε άλλη σχετική διαδικασία καταργούνται

Άρθρο 25
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός από τις διατάξεις για τις οποίες ορίζεται διαφορετικά. Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργείται και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει διαφορετικά θέματα ρυθμιζόμενα από αυτόν, εκτός αν από τις διατάξεις του νόμου αυτού ορίζεται διαφορετικά.

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ & ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ

OΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου